Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Το «Όχι» του έρωτα και του πολέμου


του Γιώργου Πισσαλίδη

Ξαφνικά φέτος την 28η Οκτωβρίου, οι εφημερίδες ανακάλυψαν τις κλασικές πατριωτικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Εμείς βέ­βαια δεν χρειαζόμαστε τέτοιες δικαιολογίες για να λατρεύουμε τις ταινίες που αναφέρονται στο έπος του ‘40 και τον ηρωισμό των Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών. Αποφασίσαμε να γράψουμε για δύο από αυτές, που αν και μιλούν για το έπος του '40, χαρακτηρίζονται από μια αντιδιαστολή στο τρόπο που το κινηματογραφούν. Παραμένουν όμως εξ’ ίσου πατριωτικές, παρ' όλο που η αρι­στερή κριτική τις θέλει αντίθετες.
Η πρώτη είναι το κλασι­κό «'Οχι» (1969) του Ντίμη Δαδήρα, είναι μία επική ταινία με πρωταγωνιστές τον Κώστα Πρέκα, την Βέρα Κρούσκα, τον Χρήστο Πολίτη και τον Στέφανο Στρατηγό. Δηλαδή την κλασική τετράδα των παραγωγών του Τζέημς Πάρις.
Παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, ο Δημήτρης Νικολάου (Κώστας Πρέκας) είναι ερωτευμένος με την Στέλλα Σαλβατόρε (Βέρα Κρού­σκα), κόρη του Ιταλού πρέσβη. Όμως η κήρυξη του πο­λέμου, χωρίζει τους δύο νέους.
Ο Δημήτρης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στον ελληνικό στρατό και η Στέλλα τίθεται υπό περιορισμό στο Χατζηκυριάκειο, μαζί με τους υπόλοιπους Ιταλούς στην διάρκεια του πολέμου. Οι δύο νέοι παραμένουν ερωτευμένοι, κόντρα στην λογική του πολέμου. Όμως με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, το σπίτι των Νικολάου επιτάσσεται από τον συνταγματάρχη των SS, Σβάιτσερ (Χρήστος Πολίτης), που βάζει στο μάτι την όμορφη Στέλλα. Η άρνηση της όμως να ανταποκριθεί στον έρωτα του Σβάιτσερ, θα της κοστίσει ακριβά.
Το «Όχι» είναι μια από τις καλύτερες πατριωτικές ται­νίες της περιόδου 1967-1973. Οι μάχες του μετώπου χα­ρακτηρίζονται από μία ηρωική διάθεση. Ειδικά οι επιθέ­σεις με τα άλογα και η μάχη στο Ρούπελ, είναι εντυπωσιακές για την εποχή τους και τα τεχνικά δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Κώστας Πρέκας και η Βέρα Κρούσκα είναι στις καλύτερες στιγμέςτους και στις μεγάλες τους ομορφιές. Εξάλλου, τότε ο Πρέ­κας ήταν ο Νο 1 ζαν πρεμιέ της εποχής. Ο Χρίστος Πολίτης πο­λύ καλός ως Γερμανός. Βέβαια, θα μπορούσαν να λείπουν κάποιοι ενδυματολογικοί αναχρονισμοί. Όμως, το «Όχι» είναι δίχως «χάπυ εντ». Αποδεικνύει όμως ότι υπάρχει εντιμότητα και γενναιό­τητα ακόμα και στο αντίπαλο στρατόπεδο (ο Γιώργος Μοσχίδης ως πατέρας της Στέλλας), καθώς και πόσο ένας έρωτας που δεν εκπληρώνεται, μπορεί να απελευθερώσει το κτήνος στην ψυχή του ανθρώπου.
Η δεύτερη ο λυρικός «Ουρανός» (1962) του Τάκη Κανελλόπουλου, είναι μία από τις κορυφαίες ταινίες του ελληνικού κινημα­τογράφου, που επαινέθηκε από τον ίδιο τον Φελλίνι. Η ταινία βασίζεται στις αναμνήσεις ανθρώπων που πολέμη­σαν στο έπος του '40 και πολλά γυρίσματα έγιναν στο χωρίο Δρυόβουνο του νομού Κοζάνης. Η μουσική είναι του Αργύρη Κουνάδη, ενώ κιθάρα παίζει ο Δημήτρης Φάμπας.
Λίγο πριν την 28η Οκτωβρίου σε ένα χωριό της Μακεδονίας. η Ανθούλα (Αιμιλία Πίττα) αγαπά τον στρατιώτη Πάγκο (Φαίδων Γεωργίτσης), ενώ ένας συνάδελφος του, ο Στράτος (Τάκης Εμμανουήλ) αγαπά την Σοφία (Νίκη Τριανταφυλλίδη). Ο πόλεμος τους χωρίζει και οι πέντε βασικοί ήρωες (μαζί με τον λοχία και τον δάσκαλο του χωριού) δεν θα επιζήσουν. Το μέτωπο κα­ταρρέει. Οι Έλληνες γυρίζουν ράκη στα σπίτια τους, ενώ οι Γερμανοί μπαίνουν στην χώρα τραγουδώντας.
Ξεχάστε το επικό και μερικές φορές, πομπώδες στυλ των συνηθισμένων πατριωτικών ταινιών. Ο Κανελλόπουλος ήταν ένας δωρικός σκηνοθέτης με λιτό ασπρόμαυρο στυλ, που ανέδιδε φοβερή πνευματικότητα. Όμως, δεν απόφευγε να δείχνει την τραγικότητα του πολέμου. Αυτό βέβαια έκανε την κυρίαρ­χη αριστερή κριτική να το θεωρεί ένα αντιπολεμικό αριστούργημα, που έδειχνε το ποσό κακός ήταν ο πόλεμος και πως καταστρέφει τον έρωτα και την ειρηνική ζωή.
Για μια ακόμα φορά, η αριστερά υφάρπαξε ένα καλλιτεχνι­κό αριστούργημα, διαστρέφοντας το νόημα του. Κατ' αρχήν, η ταινία είναι αφιερωμένη «στους γνωστούς και άγνωστους ήρωες που πολέμησαν στο Αλβανικό Έπος του '40». Στην αρχή δε του δεύτερου μέρους, περιγράφει τους πέντε ήρωες ως «μία σταγόνα στον ωκεανό δόξας». Άρα η δόξα είναι δεδομέ­νη για τους ήρωες του '40.
Επίσης, ο Κανελλόπουλος δείχνει επίκαιρα της εποχής, τα οποία η πρόσφατη κριτική τα θέλει ως διαστρέ­βλωση του αντιπολεμικού πνεύματος του έργου από την εξουσία της εποχής. Όμως ο ίδιος ο Κανελ­λόπουλος, ουδέποτε ανέφερε κάτι τέτοιο. Τα δε επί­καιρα ταιριάζουν στα λεγόμενα των αφηγητών. Δί­πλα δε στον ηρωισμό, υπάρχει η τραγικότητα του πολέμου. Έτσι, όταν οι σειρήνες σημαίνουν πόλεμο, μία μητέρα φοβάται για τον γιο της που είναι στα σύνορα, αλλά όταν βλέπει τους φαντάρους να ξεκι­νούν για τον πόλεμο σαν να πηγαίνουν για διασκέδα­ση, ο φόβος εξαφανίζεται. Επίσης υπάρχει η αφή­γηση στρατιώτη: «Περπατάμε ώρες ατελείωτες πάνω στα χιόνια και ης λάσπες. Τα μάτια βαραίνουν από την αϋπνία. Η άγρια πείνα θολώνει το μυαλό μέσα στο φοβερό αγιάζι του αλβανικού χειμώνα».
Η συντροφικότητα ανάμεσα στους στρατιώτες συνυπάρχει με το κλέψιμο των αρβύλων του νε­κρού λοχία νια να αντιμετωπιστεί το κρύο. Η αυ­στηρότητα ενός ταγματάρχη προς ένα στρατιώτη συνυπάρχει με το κλάμα του σαν μικρό παιδί, όταν ο στρατιώτης σκοτωθεί. Στο τελευταίο μέρος, οι στρατιώτες θλίβονται γιατί ενώ κέρδιζαν τον πόλεμο, ξαφνικά είναι οι χα­μένοι. Ο Στράτος δεν αντέχει την οπισθοχώρηση και αυτοκτο­νεί. Δεν σκέφτεται την Σοφία για να παραμείνει στην ζωή. Μάλιστα η αντιπαράθεση της αρχής («πόσο τον αγαπώ Θεέ μου!») και του τέλους («καημένη Πατρίδα»), δείχνει τι καίει τον καθένα ως άνδρα και ως γυναίκα. Δείχνει μάλιστα τους στρα­τιώτες να μην νοιάζονται για τα προσωπικά τους δράματα, αλλά για το γενικό δράμα που είναι η κατοχή της Πατρίδας.
Καιρός να ανακαλύψουν οι Έλληνες πατριώτες μία πατριωτική ταινία μεγάλου βεληνεκούς και οι αριστε­ροί να σταματήσουν ακόμα μια φορά την διαστρέβλωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ότι δεν είναι ποινικά κολάσιμο, αναρτάται...(με μικρή χρονική καθυστέρηση).

 
ΕπιστροφήTop