Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Η νοσταλγία του Κλιντ Ιστγουντ

γράφει ο Αντώνης Καρπετόπουλος

Κάθε ταινία του Κλιντ Ίστγουντ είναι ένα σημαντικό γεγονός: μιλάμε για ένα άνθρωπο 88 χρονών, που δουλεύει ασταμάτητα, πράγμα από μόνο του αξιοθαύμαστο. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι και κάθε του ταινία είναι μια σπουδαία ταινία -η διάθεση για δουλειά δεν είναι συνώνυμο της έμπνευσης και η όρεξη δεν εγγυάται πάντα μια επιτυχία. Ωστόσο κάθε ταινία αυτού του αρκετά ξεχωριστού δημιουργού αξίζει να τη δεις -κυρίως αν διασκεδάζεις με την ικανότητα του να προβοκάρει την προοδευτική Αμερική, την ρητορεία της οποίας βαριέται.

Δεν δίνει εξετάσεις. 
Έχοντας φτάσει σε μια ηλικία, που του επιτρέπει να αισθάνεται ότι δεν δίνει εξετάσεις, ο Ίστγουντ υπογράφει ταινίες με ξεκάθαρο ιδεολογικό πρόσημο: ταινίες, που, κόντρα στις επιταγές των καιρών είναι «δεξιές», δηλαδή γεμάτες από μηνύματα που έχουν να κάνουν με όσα πιστεύει ο μέσος λευκός Αμερικάνος που ψήφισε τον Τραμπ, δεν αντέχει το political correct και πιστεύει ότι το να είσαι πατριώτης είναι ένα είδος θρησκείας  -κάτι σαν ιερή υποχρέωση. Το «Αναχώρηση για Παρίσι, 15:17» δεν είναι σίγουρα η καλύτερη ταινία του Ίστγουντ, είναι όμως μια από τις πιο αμερικάνικες ταινίες του: μια ταινία από ένα Αμερικάνο που απευθύνεται σε Αμερικάνους. Και μοιάζει η επιτομή των πολιτικών του θέσεων.
   
Ιστορίες με πολιτικά συμπεράσματα
Τα τελευταία χρόνια ο Ίστγουντ δουλεύει διαρκώς στη βάση του ίδιο μοτίβου, σαν να γράφει ένα τραγούδι με τον ίδιο τρόπο. Πιάνει ένα πραγματικό περιστατικό, αναλύει τους πρωταγωνιστές του και καταλήγει σε ένα πολιτικό συμπέρασμα. Στο «J. Edgar» μιλάει για τον Χούβερ και την εξουσία, που για τον Ίστγουντ είναι χρήσιμη, μόνο αν υπηρετεί το έθνος: δεν υπάρχει ηθική ή όριο στην άσκησή της. Στον «Ελεύθερο Σκοπευτή» ζητά από την πατρίδα να δείχνει κατανόηση στα δύσκολα παιδιά της- ό,τι παθαίνουν το παθαίνουν για χάρη της. Στο «Sully» μας μιλά για ένα ήρωα που έκανε απλά τη δουλειά του  -όπως πρέπει για τον Ίστγουντ ο καθένας να κάνει χωρίς, αναλαμβάνοντας ευθύνες: οι κρίσιμες αποφάσεις, λέει, ανήκουν πάντα σε έναν, δεν είναι υπόθεση καμίας πλειοψηφίας. Στην τελευταία του ταινία πάει ακόμα παραπέρα, μιλώντας για τον ηρωισμό του καθήκοντος, την ανάγκη να εκπαιδεύεσαι με πατριωτικές αρχές: αν ξέρεις από μικρός να χειρίζεσαι όπλα, λέει ο Ίστγουντ, κάποιος από τη γνώση σου αυτή θα βγει κερδισμένος.

Όλο αυτό ακούγεται τραβηγμένο, όχι μόνο για τους προοδευτικούς Αμερικάνους, αλλά και στους φιλελευθέρους Ευρωπαίους: είναι όμως απόλυτα συμβατό με την δεξιά αμερικάνικη ιδεολογία, που θεωρεί τα όπλα δώρο αληθινό -σίγουρα κάτι χρήσιμο για να τα βγάλεις πέρα στον κόσμο που ζούμε. Επιπλέον ο Ίστγουντ εξηγεί γιατί κατά τη γνώμη του η στρατιωτική θητεία είναι ιερή υποχρέωση, γιατί ο καλός Αμερικάνος πρέπει να είναι καλός στρατιώτης, γιατί η οικογένεια πρέπει να εκπαιδεύει τα παιδιά χωρίς να τους κρύβει την σκληρότητα του κόσμου. Αλλά όλα αυτά μας τα έχει πει και παλιότερα.

Να δημιουργήσει μια έκπληξη
Ο Ίστγουντ αφηγείται αυτή τη φορά μια ιστορία που απασχόλησε τον κόσμο τον Αύγουστο του 2015: την διάσωση καμιά πεντακοσαριά επιβατών ενός τρένου με προορισμό το Παρίσι από τρεις Αμερικάνους που με αυτό ταξιδεύουν -οι δυο είναι στρατιώτες. Ο Ίστγουντ το ξέρει πως ίσως κομμάτι επαναλαμβάνεται και γι’ αυτό προσπάθησε να δημιουργήσει μια έκπληξη βάζοντας τους αληθινούς πρωταγωνιστές του περιστατικού να υποδυθούν τον εαυτό τους -επιλογή αρκετά φιλόδοξη. Ο σκηνοθέτης πιστεύει ότι η ταινία θα δυναμώσει χάρη στην παρουσία τους και θα γίνει πιο αληθοφανής. Οι προθέσεις του Ίστγουντ είναι ξεκάθαρες, όπως ξεκάθαρος είναι και ο σκοπός του να κάνει μια ταινία που θα χαρούν οι Αμερικάνοι: τα πλάνα από το ευρωπαϊκό ταξίδι των τριών φίλων π.χ μπορεί εμάς να μην μας λένε τίποτα, είναι, όμως, η εικονογράφηση ενός κλασσικού αμερικανικού ονείρου -μιλάμε για μια χώρα γεμάτη από ανθρώπους που ταξιδεύουν στο Λας Βέγκας νομίζοντας πως θα δουν στα ξενοδοχεία του κάτι από τη Ρώμη, την Βενετία και το Παρίσι που ποτέ δεν θα επισκεφτούν. 

Το πρόβλημα της ταινίας είναι ωστόσο ότι όλα αυτά μαζί (εικόνες, προθέσεις, αληθινοί άνθρωποι που υποδύονται τον εαυτό τους) είναι πολλά για ένα άνθρωπο 88 χρονών, έστω και με το δικό του δυναμικό χαρακτήρα. Η εντύπωσή μου είναι ότι ο Ίστγουντ θα ήθελε αυτή τη φορά να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο σε κάποια σωστά μεγαλωμένα Αμερικανάκια, που δείξανε στους Ευρωπαίους ότι η στρατιωτική εκπαίδευση και όχι η αυτοθυσία δημιουργεί ήρωες - αλλά το ντοκιμαντέρ έχει κάμποσο κόπο και μεγάλη έρευνα κι ο Ίστγουντ βιάζεται να πάει παρακάτω. Μόνο που κόπο χρειάζονται κι άλλα: το να κάνεις μια ταινία, όπου πραγματικοί άνθρωποι υποδύονται τον εαυτό τους, χωρίς να είναι ηθοποιοί, είναι δυσκολότερο από το να χρησιμοποιείς κανονικούς ηθοποιούς -πρέπει να τους κατευθύνεις, να τους εξηγήσεις την κίνηση της κάμερας, να βγάλεις στο φως την αλήθεια τους, ώστε να μην μοιάζουν ερασιτέχνες που υποδύονται ρόλους. Όλα αυτά δεν είναι απλά ακόμα και για κάποιον που είναι σίγουρα μεγάλος δάσκαλος. Κι ο δάσκαλος άλλωστε χρειάζεται μαθητές.  
  
Με πάθος και τόλμη
Ο Ίστγουντ επιχείρησε να κάνει μια διδακτική ταινία, χωρίς ο ίδιος να γίνει διδακτικός: είχε την ελπίδα ότι η παρουσία τριών αληθινών ηρώων θα έδινε στην ταινία την αλήθεια που ήταν απαραίτητη, όμως το πράγμα δεν είναι τόσο εύκολο. Στο τέλος μοιάζει να νοσταλγεί μια Αμερική που δεν υπάρχει -μια Αμερική καλών σκληρών παιδιών που θα σώσουν τον κόσμο: το αποτέλεσμα είναι να νοσταλγούμε εμείς τον Ίστγουντ, δηλαδή τον δημιουργό που σκηνοθέτησε «Τις σημαίες των προγόνων», το «Σκοτεινό Ποτάμι», «Τα γράμματα από την Ιβοζίμα», το «Γκραν Τουρίνο» κτλ. Η «Αναχώρηση για Παρίσι, 15:17» είναι ένα αρκετά ενδιαφέρον χαμένο στοίχημα -κάτι που αξίζει να δεις για να διαπιστώσεις πως ακόμα και για τους αληθινά μεγάλους παραμυθάδες η αφήγηση παραμένει μια πολύπλοκη Τέχνη.

Η ταινία πήρε τις χειρότερες κριτικές από οποιαδήποτε άλλη ταινία του Ίστγουντ τα τελευταία χρόνια. Οι Ευρωπαίοι δεν κατάλαβαν το υπερβολικά αμερικανικό της περιτύλιγμα -την έκριναν με την αυστηρότητα που κρίνει κάποιος κάτι που δεν απευθύνεται σε αυτόν. Οι Αμερικάνοι κριτικοί, προοδευτικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, χάρηκαν γιατί αυτή τη φορά ο γέρο Κλιντ δεν κατάφερε να τους κουνήσει σωστά το δάχτυλο. Αυτή τη φορά ήταν περισσότερο Αμερικάνος από δεξιός. Εμείς οι φανατικοί του τον συγχωρούμε και περιμένουμε την επόμενη ταινία του. Θα προσπαθήσει να πάρει την ρεβάνς με πάθος και τόλμη. Θα είναι δηλαδή ο Κλιντ Ίστγουντ που αγαπάμε. 

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

ΚΚΕ και βρόμικο παντεσπάνι

Σαν σήμερα το 1848 κυκλοφόρησε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Μαρξ και Ενγκελς. Πόση φρίκη μπορεί να ξεπηδήσει από ένα βιβλίο...

Γράφει * ο Παναγιώτης Λιάκος

Οι λέξεις του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» έγιναν φονικά όπλα στα χέρια κομισάριων. Σκλάβωσαν λαούς. Αφαίρεσαν εκατοντάδες εκατομμύρια ζωές. 
Στα θύματα του κομμουνισμού αφιερώνονται μερικά σημεία από τη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κυριακάτικη Δημοκρατία» ο Παναγιώτης Παπαγαρυφάλλου, παλαίμαχος κομμουνιστής και συνεξόριστος με τον Χαρίλαο Φλωράκη στο Παρθένι της Λέρου: «Σήμερα, απ’ τη γελοιοποίηση που έγινε πια ολοκλήρου του δήθεν σοσιαλιστικού στρατοπέδου κ.λπ., ασφαλώς θα υπέγραφα (σ.σ.: δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού) με τα τέσσερα χέρια!

Η χούντα δεν έπεσε από αγώνα του ελληνικού λαού, ο οποίος ήταν καλοπερασάκιας και βολεμένος. Και όταν εγώ έψαχνα σπίτι να κοιμηθώ, δεν με δεχόταν κανένας, μου λέγαν “φοβόμαστε, έχω παιδιά, δεν μπορώ να σε φιλοξενήσω”. Και γυρίζαμε στους δρόμους, δηλαδή, τότε. Άλλο τι λένε τώρα όλοι οι αριστεροί του γλυκού νερού. [...] Να δείτε μια φωτογραφία από την επέτειο της 21ης Απριλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Δεν έπεφτε καρφίτσα! Εγώ δεν μπορώ να δεχθώ ότι 70.000 ή 100.000 κόσμος του αθηναϊκού λαού που χειροκροτούσε τους έλεγε η Ασφάλεια “χειροκροτήστε”!

Ήταν ιδία βούληση, διότι καλοπερνούσαν πολλοί απ’ αυτούς. Άλλοι παίρναν δάνεια, άλλοι διοριζόντουσαν, άλλοι γλεντούσαν, και όταν βγήκα έξω από την εξορία με πήγε ένας φίλος στην Πλάκα. Όλη νύχτα η Αθήνα γλεντούσε. ’71, ’72, ’73 γλεντούσαν όλοι οι Αθηναίοι εκεί πέρα και εγώ έλεγα, πού διάολο γίνεται ο αγώνας; Ήταν για μένα μια οδυνηρή εμπειρία αυτό το πράγμα. [...] Τελικά ο κομμουνισμός δεν έχει νόημα. Ο Χαρίλαος Φλωράκης μετά τη Μεταπολίτευση πήγε στον Άρειο Πάγο και κατέθεσε έγγραφο όπου αναφέρει ότι το ΚΚΕ δηλώνει ότι δέχεται τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας και δεν χρησιμοποιεί βία για την ανατροπή της. [...] Συνεπώς, το ΚΚΕ τώρα, όλα αυτά που κάνει είναι υποκριτικά, ασκήσεις ακριβείας. [...] Δηλαδή, πάνε τετράδες, υπερασπίζονται και το “μπορντ@#ο τη Βουλή” οι διαμαρτυρόμενοι του ’10, του ’11, το υποστηρίζουν τώρα αυτοί, παίρνουν τα χρήματα αποκεί, το βρόμικο παντεσπάνι που τρώνε, έτσι; Και σου λένε, κύριοι, “δεν θέλουμε επανάσταση. Θα πάμε σταδιακά”, που σημαίνει παραμύθια της Χαλιμάς». 

* Εφημερίδα «Δημοκρατία», 21 Φεβρουαρίου 2018

Οπλοκατοχή και μύθοι

Αυτό που επηρεάζει την εγκληματικότητα είναι οι ιδιαίτερες οικονομικές και  κοινωνικές συνθήκες

γράφει * ο Τηλέμαχος Χορμοβίτης, Νομικός

Με αφορμή το μακελειό στη Φλόριντα των ΗΠΑ, «προοδευτικοί» πολιτικοί και ΜΜΕ ξεσπάθωσαν άλλη μια φορά εναντίον της «ελεύθερης οπλοκατοχής» και ζήτησαν την απαγόρευση των όπλων ή τουλάχιστον την αυστηροποίηση της σχετικής νομοθεσίας.
Όμως, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι περισσότερα όπλα σημαίνουν και περισσότερα εγκλήματα ή ότι οι νόμοι που περιορίζουν την οπλοκατοχή μειώνουν τις ανθρωποκτονίες. Το 1992 στις ΗΠΑ κυκλοφορούσαν 192.000.000 όπλα. Σήμερα έχουν ξεπεράσει τα 250.000.000 με 300.000.000 και η νομοθεσία στις περισσότερες πολιτείες έχει κάνει πιο εύκολη την απόκτησή τους.
Παρ’ όλα αυτά, οι ανθρωποκτονίες με όπλα όχι μόνο δεν αυξήθηκαν αλλά μειώθηκαν στο μισό, αγγίζοντας το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 50 ετών. Ομοίως, πολιτείες που έχουν θεσπίσει πιο φιλελεύθερη νομοθεσία στην αγορά όπλων, όπως το Νιου Χαμσάιρ και η Μινεσότα, έχουν μικρότερη εγκληματικότητα από πολιτείες με αυστηρή νομοθεσία, όπως η Καλιφόρνια και το Ιλινόις.

Στην Ευρώπη, πάλι, σε χώρες που βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα οπλοκατοχής παγκοσμίως, όπως στην Κύπρο, στην Ελβετία ή τη Σουηδία, ο αριθμός των δολοφονιών με όπλα είναι πολύ χαμηλός, ενώ μαζικές επιθέσεις σαν αυτή της Φλόριντα είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Από την άλλη, στη Βραζιλία, όπου νόμιμη άδεια οπλοφορίας μπορούν να πάρουν μόνο αστυνομικοί και άτομα σε επαγγέλματα υψηλού κινδύνου, τα εγκλήματα με όπλα είναι πέντε φορές περισσότερα απ’ ό,τι στις ΗΠΑ.

Και φυσικά οι περιοριστικοί νόμοι της Γαλλίας στο ζήτημα της οπλοκατοχής δεν απέτρεψαν τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι, αφού οι τζιχαντιστές προμηθεύτηκαν εύκολα όπλα και οι πολίτες οδηγήθηκαν σαν πρόβατα στη σφαγή, αφού δεν είχαν τα μέσα για να αμυνθούν.
Η απαγόρευση των όπλων είναι τόσο ανόητη όσο το να απαγορεύσεις τα... αυτοκίνητα, επειδή κάθε χρόνο χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους στην άσφαλτο. Δεν είναι τα αυτοκίνητα που σκοτώνουν, είναι οι οδηγοί τους. Δεν είναι τα όπλα που σκοτώνουν, είναι οι άνθρωποι. 

Αυτό που επηρεάζει περισσότερο την εγκληματικότητα δεν είναι ο αριθμός των όπλων αλλά οι ιδιαίτερες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε χώρα, καθώς και η ιδιοσυγκρασία και η κουλτούρα κάθε λαού. Επομένως, η απαγόρευση δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα. Αντίθετα, οι μόνοι ωφελημένοι θα είναι οι εγκληματίες: αυτοί θα εξακολουθούν να βρίσκουν όπλα στη μαύρη αγορά, ενώ οι νομοταγείς πολίτες θα αφοπλιστούν, χάνοντας το δικαίωμα να υπερασπιστούν τις ζωές και τις περιουσίες τους.

* Εφημερίδα «Δημοκρατία»
21 Φεβρουαρίου 2018

Βουλή Web TV

 
ΕπιστροφήTop