Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

«ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ» ο απαγορευμένος κινηματογράφος.


Παρουσίαση από τον Πέτρο Μυλωνά.

Συνοπτικά η ταινία:
Σκηνοθεσία: Φίλιππος Φυλακτός
Σενάριο: Αντώνης Δαυίδ.
Ηθοποιοί: Λάκης Κομνηνός, Καίτη Παπανίκα, Γιάννης Αργύρης, Νίκος Απέργης, Βέρα Κρούσκα Μπεάτα Ασημακοπούλου, Νίκος Βασταρδής, Γρηγόρης Βαφιάς, Λευτέρης Βουρνάς, Άννα Βαγενά, Φαίδων Γεωργίτσης, Νίκος Δενδρινός, Παντελής Ζερβός, Ελένη Θεοφίλου, Γκίκας Μπινιάρης, Ανδρέας Φιλιππίδης, Μάκης Ρευματάς, Δημήτρης Καλλιβωκάς, Αρτεμης Μάτσας, Λίλι Αραπαγιάννη, Νάσος Κεδράκας, Λευτέρης Γυφτόπουλος, Τάκης Βουλαλάς, Νίκος Λυκομήτρος, Κώστας Μπαλοδήμος, Κώστας Παπαχρήστος, Σταύρος Φαρμάκης, Κώστας Φραγκόπουλος, Νίκος Αναγνωστάκης, Ερση Δοξακόπουλου.
Φωτογραφία: Σταμάτης Τρύπος.
Σκηνικά/κοστούμια: Γιάννης Καρύδης, Νίκος Απέργης.
Α΄προβολή: 4 Φεβρουαρίου 1974.

Εκεί που η μεταπολίτευση ξεπέρασε και τα μαρξι­στικά καθεστώτα (τα οποία «γυρίσανε» και πατριωτικές ταινίες για δικούς τους λόγους), είναι τα αναμφισβήτητα πρωτεία της, να αποσύρει, να δαιμονοποιήσει, και στο τέλος να εξαφανίσει ταινίες που γυρίστηκαν - κατά μέγα μέρος-πριν την απόλυτη πολιτι­στική της κυριαρχία (π.χ. «Η Γενιά των ηρώ­ων», «Δώστε τα χέρια», «Γράμμος Βίτσι», «Στα σύνορα της προδοσίας» κλπ).
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της περιπτώσεως αυτής, όμως αποτελεί το φιλμ «Παύλος Μελάς», το οποίο από το 1974 και μετέπειτα και για 36 έτη δεν επαναπροβλήθηκε σε κινηματογράφο, αλλά κι' ούτε μεταδό­θηκε δημοσίως από κρατικό ή ιδιωτικό κανάλι.
Διόλου παράξενο πάντως μιας και τυγχά­νει ταινία έντονα Ελληνοκεντρική, αλυτρωτική και ξεκάθαρα πατριωτική. Να σημειωθεί οτι το συγκεκριμένο έργο στην Α' προβολή του (περίοδος 1973-1974), «έκοψε» 433.000 εισιτήρια μόνο σε Αθήνα-Πειραιά και Προάστια. Δεδομένου ότι την επο­χή εκείνη υπήρχαν κινηματογράφοι σε πολλά χωριά, και ότι οι εκπαιδευτικές αρχές πρόετρεπαν και διευκόλυναν τις διευθύνσεις των σχολείων, να το βλέπουν δωρεάν ομαδικά οι μαθητές, οι θεατές της ταινίας εύλογα ανέρχο­νται σε υψηλότατους αριθμούς-ρεκόρ.
Αλλωστε οι καλλιτέχνες και οι πάσης φύ­σεως συντελεστές της, την χρονιά εκείνη ήταν ήδη είτε φτασμένα είτε ανερχόμενα και τεράστια ταλέντα στο αντικείμενο τους. Το έργο έχει επίσης την αρετή, εκτός από υπερ­παραγωγή της εποχής (αρχική διάρκεια 195 λεπτά) με γυρίσματα σε φυσικούς χώρους, να διαπραγματεύεται (σε βάθος και σε εύρος) το παρασκήνιο και το προσκήνιο του Μακεδο­νικού αγώνος σε στρατιωτικό και διπλωματι­κό πλαίσιο πέραν της ζωής του ίδιου του Παύλου Μελά.
Εμφανίζονται οι χαρακτήρες και οι στά­σεις Μακεδονομάχων, στρατιωτικών, κληρι­κών, εθελοντών, απλών χωρικών και χαρα­κτηριστικοί τύποι όλων των αντιμαχόμενων παρατάξεων, π.χ. Γίνεται αναφορά στην Κρη­τική Επανάσταση καθώς και στην Εθνική Εται­ρεία. Αναφορές (αρνητικές) γίνονται και στις «μεγάλες δυνάμεις» της εποχής πάνω στο εθνικό θέμα. Παρακολουθώντας κανείς την ταινία μπορεί εύκολα, εύληπτα αλλά και ψυχαγωγούμενος (με την ακριβή έννοια του όρου) να μπει στο πνεύμα της εποχής να προβλημα­τιστεί, να συζητήσει με το περιβάλλον του, και να βρει κίνητρο για αρτιότερη μελέτη ανα­ζητώντας τα σχετικά βιβλία ιστορίας.
Φυσικά το αποεθνικοποιημένο εν πολ­λοίς μεταπολιτευτικό κατεστημένο αυτό ακριβώς δεν ήθελε να συμβεί. Δηλαδή να συ­ντηρηθεί η μνήμη και να προβληθεί η εθνική μας ιστοριογραφία μέσω της 7ης τέχνης. Σήμερα το έργο δεν κυκλοφορεί σε καταστήματα ενοικιάσεως ταινιών, ούτε πωλείται ενώ στο διαδίκτυο μπορεί να «δει» κάποιος μόνο μια περικομμένη χρονικά και μέτρια σε τεχνι­κή απόδοση "κόπια".
Η ταινία αν και μυθοπλασίας στηριζόμενη κυρίως στην βιογραφία του Παύλου Μελά, δεν απέχει ιδιαίτερα από τα δρώμενα της εποχής. Αρχίζει με την απαγωγή και το φόνο μιας Ελληνίδας δασκάλας, η οποία δεν δέ­χεται να εκβουλγαριστεί και στα επιχειρή­ματα της καταρρίπτει τον ψευδή καιροσκοπι­κό λόγο της Βουλγαρικής προπαγάνδας. Προβάλλεται έτσι η συμβολή των ηρωικών γυναικών που ήταν και πραγματικότητα. (Σήμερα οι δασκάλες απλώς «μετατίθενται» από την Θράκη και από την κατεχόμενη Κύπρο για να μην δημιουργούν και προβλήματα).
Η πατριωτική ατμόσφαιρα στο σπίτι όπου ανδρώνεται ο Παύλος Μελάς δημιουργεί τρομερή αντίθεση με τα σημερινά πρότυ­πα των «μεγαλοαστών» της εποχής μας. Η αλληλογραφία του κεντρικού ήρωα, οι δια­ξιφισμοί και οι διχόνοιες των βουλευτών της εποχής είναι αυθεντικές και διδακτικότατες για το σήμερα.
Το περιστατικό της προσκλή­σεως σε μονομαχία μεταξύ των δύο αξιωματικών είναι γεγονός. Στην πρώτη αποστο­λή συμμετείχαν 4 αξιωματικοί οι Κοντούλης, Μελάς, Πάππουλας και Κολοκοτρώνης. Οι δύο πρώτοι υπέβαλλαν αναφορές δι­αφορετικές από τους άλλους κι' αυτό προκά­λεσε μονομαχία Μελά - Κολοκοτρώνη όπου ο Παύλος τραυμάτισε ελαφρά τον αντίπαλο του. Τότε δεν υπήρχαν τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά ούτε και οι άνθρωποι που κάνουν τα πάντα για να βγουν οι διαφορές τους στην δημοσιότητα.
Το ποτάμι που περνούν οι ηθοποιοί είναι ο Αλιάκμονας ένα από τα τρία περάσματα των εθελοντών προς την κατεχόμενη Μακε­δονία. Η κατάδοση του Μελά, η παγίδα, η συμπλοκή, ο θανάσιμος τραυματισμός, και η εντολή του σε συναγωνιστές, και στον υιό του να συνεχίσουν τον αγώνα είναι επίσης ιστορικά γεγονότα κι' όχι σκηνοθετική μυ­θοπλασία.
Η καλλιτεχνική αξία του έργου είναι υψη­λοτάτη, και σε τεχνικές λήψεις, και σε αισθη­τική απόδοση. Θα περιοριστούμε μόνο σε εν­δεικτικές αναφορές. Οι ένοπλοι ιππείς που καλπάζουν με κάθετη λήψη κάτω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός, καθώς και οι μαυροφόρες γυναίκες που συνοδεύουν το σώμα του ήρωα με ειδικές λήψεις ευρυγώνιων φακών, ώστε να φαίνονται σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, συνδέουν το τότε με το αρχαίο Ελληνικό παρελθόν.
Οι σκηνές πάλι μέσα στις αχνοφωτισμένες σιωπηλές εκκλησίες εισάγουν στον σοβα­ρό μυστικισμό της Ορθοδοξίας. Οι μονό­λογοι - επιστολές του Παύλου «...μια άγνωστη πολύ μεγάλη δύναμη με ωθεί διαρκώς στην Μακεδονία» αποτυπώνουν την έμφυτη μεταφυσική - που ήταν πασιφανής - στον αυτοθυσιαζόμενο πρωταγωνιστή.
Ο μακεδονομάχος Ντίνας που τρέχει μέσα στα έλη να κρύψει το κομμένο κεφάλι του Παύλου για να μην ανα­γνωριστεί, βγαίνει κατευθείαν από τις σελίδες του έπους των κλεφταρματωλών του 1821 μέσα από το ποίημα ο «Αστραπόγιαννος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, όπου ο  Λαμπέτης, υπαρ­χηγός του Αστραπόγιαννου, τρέχει και θά­βει το κεφάλι του αρχηγού του για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων, μετά από φονική μάχη στην περιοχή του Ασπροποτάμου).
Εξαίσια είναι επίσης η σκηνή όπου οι Μα­κεδονομάχοι κατεβαίνοντας από τα χιονισμένα βουνά, φέρνουν μαζί τους και την άνοι­ξη της ελευθερίας, αφού η φύση που τους υποδέχεται εμφανίζεται σταδιακά ως ανοι­ξιάτικη πλέον. Την ίδια σκηνή θα ξαναδούμε στα 1981, μόνο στο μυθικό κινηματογραφικό έργο «Εξκάλιμπερ», όταν οι ιππότες ενώνονται και πάλι για την σωτηρία της πατρίδος, κάτω από τον ήχο των  CARMINA BURANA μετά τον καλπασμό τους, κάθε κομμάτι τε­φρής γης ξανανθίζει με μαγικό τρόπο.
Οι λήψεις στο σπίτι της Σιάτιστας, όπου ο ήρωας με βάθος στην κάμερα, μόνο τις φλόγες της εστίας αναπολεί τις προηγούμε­νες στιγμές της ζωής του, στερεώνουν λα­μπρά τις αντιθέσεις της μαγείας του κινηματογράφου. Κορυφαία όμως σκηνή είναι αυτή της συνάντησης των εθελοντικών σωμάτων όπου ομαδικά απαγγέλλεται ο Εθνικός Ύμνος, και τότε στις τελευταίες στροφές του ένας λαμπρός ηλιακός δίσκος διαπερνά ολόφωτος και αναδυόμενος τα συμβολικά μαύρα σύννεφα της σκλαβιάς και τους κα­πνούς του πολέμου.
Τα μουσικά κομμάτια της ταινίας τυγχά­νουν επίσης κορυφαία. Από το κλέφτικο «Ένας αητός» που τραγουδιέται στο γλέντι των πολεμιστών, μέχρι το «Σε κλαίει λα­ός...» που τραγουδά η Δήμητρα Γαλάνη σε μελοποιημένους στίχους Κωστή Παλαμά. Και φυσικά το εμβατήριο του Παύλου Μελά που ακούγεται σε εναλλασσόμενες χαμηλές και υψηλές κλίμακες δημιούργημα μοναδικό του μεγάλου μουσουργού Γιάννη Σπανού.
Το έργο ακόμη και σήμερα 36 έτη μετά στέκει καλλιτεχνικά αγέραστο, αισθητικά αξεπέραστο και ιστορικά ανεκτίμητο για τον Ελληνικό κινηματογράφο. Οι ίδιοι οι συντελε­στές δώσανε άλλωστε τον καλύτερο τους ε­αυτό. Οι δε τότε κυβερνητικοί παράγοντες προσφέρανε αξιόλογη βοήθεια και αρωγή. Και η αρωγή αυτή ήταν φυσικά μια ακόμη -σοβαρή - αιτία για την σημερινή εξαφάνιση της ταινίας.
Η ιστορία μας αναγκάζει πάντως να χρω­στούμε θερμές ευχαριστίες στο Κυπριακό Ελληνορθόδοξο Ίδρυμα «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ» που μέσω της «Elpis Film»πριν πολλά χρόνια, αυτό και μόνον, διέσωσε την ταινία και την κυκλοφόρησε σε μορφή βιντεοταινίας (VHS), στις αρχές της δεκαετί­ας του 1980 ιδιωτικά.
Συγχαρητήρια όμως αξίζουν και στους συντελεστές του περιοδικού που σήμερα αποφάσισαν να διαθέσουν το έργο σε εύ­χρηστο DVD ώστε να φτάσει στο σπίτι κάθε συμπα­τριώτη μας. Ακυρώνοντας δια παντός και ορι­στικά πλέον την εξαφάνιση της ταινίας τώρα που ακριβώς τα σύννεφα στον ουρανό της Μακεδονίας μαυρίζουν και πάλι.

Το «Όχι» του έρωτα και του πολέμου


του Γιώργου Πισσαλίδη

Ξαφνικά φέτος την 28η Οκτωβρίου, οι εφημερίδες ανακάλυψαν τις κλασικές πατριωτικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Εμείς βέ­βαια δεν χρειαζόμαστε τέτοιες δικαιολογίες για να λατρεύουμε τις ταινίες που αναφέρονται στο έπος του ‘40 και τον ηρωισμό των Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών. Αποφασίσαμε να γράψουμε για δύο από αυτές, που αν και μιλούν για το έπος του '40, χαρακτηρίζονται από μια αντιδιαστολή στο τρόπο που το κινηματογραφούν. Παραμένουν όμως εξ’ ίσου πατριωτικές, παρ' όλο που η αρι­στερή κριτική τις θέλει αντίθετες.
Η πρώτη είναι το κλασι­κό «'Οχι» (1969) του Ντίμη Δαδήρα, είναι μία επική ταινία με πρωταγωνιστές τον Κώστα Πρέκα, την Βέρα Κρούσκα, τον Χρήστο Πολίτη και τον Στέφανο Στρατηγό. Δηλαδή την κλασική τετράδα των παραγωγών του Τζέημς Πάρις.
Παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, ο Δημήτρης Νικολάου (Κώστας Πρέκας) είναι ερωτευμένος με την Στέλλα Σαλβατόρε (Βέρα Κρού­σκα), κόρη του Ιταλού πρέσβη. Όμως η κήρυξη του πο­λέμου, χωρίζει τους δύο νέους.
Ο Δημήτρης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στον ελληνικό στρατό και η Στέλλα τίθεται υπό περιορισμό στο Χατζηκυριάκειο, μαζί με τους υπόλοιπους Ιταλούς στην διάρκεια του πολέμου. Οι δύο νέοι παραμένουν ερωτευμένοι, κόντρα στην λογική του πολέμου. Όμως με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, το σπίτι των Νικολάου επιτάσσεται από τον συνταγματάρχη των SS, Σβάιτσερ (Χρήστος Πολίτης), που βάζει στο μάτι την όμορφη Στέλλα. Η άρνηση της όμως να ανταποκριθεί στον έρωτα του Σβάιτσερ, θα της κοστίσει ακριβά.
Το «Όχι» είναι μια από τις καλύτερες πατριωτικές ται­νίες της περιόδου 1967-1973. Οι μάχες του μετώπου χα­ρακτηρίζονται από μία ηρωική διάθεση. Ειδικά οι επιθέ­σεις με τα άλογα και η μάχη στο Ρούπελ, είναι εντυπωσιακές για την εποχή τους και τα τεχνικά δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Κώστας Πρέκας και η Βέρα Κρούσκα είναι στις καλύτερες στιγμέςτους και στις μεγάλες τους ομορφιές. Εξάλλου, τότε ο Πρέ­κας ήταν ο Νο 1 ζαν πρεμιέ της εποχής. Ο Χρίστος Πολίτης πο­λύ καλός ως Γερμανός. Βέβαια, θα μπορούσαν να λείπουν κάποιοι ενδυματολογικοί αναχρονισμοί. Όμως, το «Όχι» είναι δίχως «χάπυ εντ». Αποδεικνύει όμως ότι υπάρχει εντιμότητα και γενναιό­τητα ακόμα και στο αντίπαλο στρατόπεδο (ο Γιώργος Μοσχίδης ως πατέρας της Στέλλας), καθώς και πόσο ένας έρωτας που δεν εκπληρώνεται, μπορεί να απελευθερώσει το κτήνος στην ψυχή του ανθρώπου.
Η δεύτερη ο λυρικός «Ουρανός» (1962) του Τάκη Κανελλόπουλου, είναι μία από τις κορυφαίες ταινίες του ελληνικού κινημα­τογράφου, που επαινέθηκε από τον ίδιο τον Φελλίνι. Η ταινία βασίζεται στις αναμνήσεις ανθρώπων που πολέμη­σαν στο έπος του '40 και πολλά γυρίσματα έγιναν στο χωρίο Δρυόβουνο του νομού Κοζάνης. Η μουσική είναι του Αργύρη Κουνάδη, ενώ κιθάρα παίζει ο Δημήτρης Φάμπας.
Λίγο πριν την 28η Οκτωβρίου σε ένα χωριό της Μακεδονίας. η Ανθούλα (Αιμιλία Πίττα) αγαπά τον στρατιώτη Πάγκο (Φαίδων Γεωργίτσης), ενώ ένας συνάδελφος του, ο Στράτος (Τάκης Εμμανουήλ) αγαπά την Σοφία (Νίκη Τριανταφυλλίδη). Ο πόλεμος τους χωρίζει και οι πέντε βασικοί ήρωες (μαζί με τον λοχία και τον δάσκαλο του χωριού) δεν θα επιζήσουν. Το μέτωπο κα­ταρρέει. Οι Έλληνες γυρίζουν ράκη στα σπίτια τους, ενώ οι Γερμανοί μπαίνουν στην χώρα τραγουδώντας.
Ξεχάστε το επικό και μερικές φορές, πομπώδες στυλ των συνηθισμένων πατριωτικών ταινιών. Ο Κανελλόπουλος ήταν ένας δωρικός σκηνοθέτης με λιτό ασπρόμαυρο στυλ, που ανέδιδε φοβερή πνευματικότητα. Όμως, δεν απόφευγε να δείχνει την τραγικότητα του πολέμου. Αυτό βέβαια έκανε την κυρίαρ­χη αριστερή κριτική να το θεωρεί ένα αντιπολεμικό αριστούργημα, που έδειχνε το ποσό κακός ήταν ο πόλεμος και πως καταστρέφει τον έρωτα και την ειρηνική ζωή.
Για μια ακόμα φορά, η αριστερά υφάρπαξε ένα καλλιτεχνι­κό αριστούργημα, διαστρέφοντας το νόημα του. Κατ' αρχήν, η ταινία είναι αφιερωμένη «στους γνωστούς και άγνωστους ήρωες που πολέμησαν στο Αλβανικό Έπος του '40». Στην αρχή δε του δεύτερου μέρους, περιγράφει τους πέντε ήρωες ως «μία σταγόνα στον ωκεανό δόξας». Άρα η δόξα είναι δεδομέ­νη για τους ήρωες του '40.
Επίσης, ο Κανελλόπουλος δείχνει επίκαιρα της εποχής, τα οποία η πρόσφατη κριτική τα θέλει ως διαστρέ­βλωση του αντιπολεμικού πνεύματος του έργου από την εξουσία της εποχής. Όμως ο ίδιος ο Κανελ­λόπουλος, ουδέποτε ανέφερε κάτι τέτοιο. Τα δε επί­καιρα ταιριάζουν στα λεγόμενα των αφηγητών. Δί­πλα δε στον ηρωισμό, υπάρχει η τραγικότητα του πολέμου. Έτσι, όταν οι σειρήνες σημαίνουν πόλεμο, μία μητέρα φοβάται για τον γιο της που είναι στα σύνορα, αλλά όταν βλέπει τους φαντάρους να ξεκι­νούν για τον πόλεμο σαν να πηγαίνουν για διασκέδα­ση, ο φόβος εξαφανίζεται. Επίσης υπάρχει η αφή­γηση στρατιώτη: «Περπατάμε ώρες ατελείωτες πάνω στα χιόνια και ης λάσπες. Τα μάτια βαραίνουν από την αϋπνία. Η άγρια πείνα θολώνει το μυαλό μέσα στο φοβερό αγιάζι του αλβανικού χειμώνα».
Η συντροφικότητα ανάμεσα στους στρατιώτες συνυπάρχει με το κλέψιμο των αρβύλων του νε­κρού λοχία νια να αντιμετωπιστεί το κρύο. Η αυ­στηρότητα ενός ταγματάρχη προς ένα στρατιώτη συνυπάρχει με το κλάμα του σαν μικρό παιδί, όταν ο στρατιώτης σκοτωθεί. Στο τελευταίο μέρος, οι στρατιώτες θλίβονται γιατί ενώ κέρδιζαν τον πόλεμο, ξαφνικά είναι οι χα­μένοι. Ο Στράτος δεν αντέχει την οπισθοχώρηση και αυτοκτο­νεί. Δεν σκέφτεται την Σοφία για να παραμείνει στην ζωή. Μάλιστα η αντιπαράθεση της αρχής («πόσο τον αγαπώ Θεέ μου!») και του τέλους («καημένη Πατρίδα»), δείχνει τι καίει τον καθένα ως άνδρα και ως γυναίκα. Δείχνει μάλιστα τους στρα­τιώτες να μην νοιάζονται για τα προσωπικά τους δράματα, αλλά για το γενικό δράμα που είναι η κατοχή της Πατρίδας.
Καιρός να ανακαλύψουν οι Έλληνες πατριώτες μία πατριωτική ταινία μεγάλου βεληνεκούς και οι αριστε­ροί να σταματήσουν ακόμα μια φορά την διαστρέβλωση.

Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Καθολικός Χριστιανισμός κατά κομμουνισμού

του Γιώργου Πισσαλίδη

Η εθνικιστική ταινία «Το Γένος» του Χοσέ Λουίς Σάενζντε Χερέντιας, είναι βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του στρατηγού Φράνκο, που το έγραψε με το ψευδώνυμο «Ζαΐμε Αντρέρας». 
Η ταινία διηγείται την ιστορία των τεσσάρων παιδιών της οικογενείας Τσουρούκα: της Ισαβέλλας, του Πέδρο, του Χοσέ και του Ζαΐμε και πως αυ­τά θα διατηρήσουν ή όχι ζωντανό το ηρωικό πνεύμα της, έχοντας σαν πρότυπο τον πατέρα τους που θυσιάστηκε πολεμώντας τους Αμερικανούς στην Κούβα.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου, ο Χοσέ που είναι στρατιωτικός,
συλλαμβάνεται από τους κομμουνιστές, προορίζεται για εκτέλεση αλλά σώζεται σαν από θαύμα, για να ενωθεί με τους επαναστάτες του Φράνκο. Η Ισαβέλ, η οποία έχει παντρευτεί αξιωματικό, ανήκει και αυτή στην εθνικιστική πλευρά. Ο Ζαΐμε που έγινε μοναχός, εκτελείται από τους κομμουνιστές. Τέλος ο Πέδρο, που από μικρός ήταν ψεύτης και απατεώνας, εξελίσσεται σε σημαντικό στέλεχος του υπουργείου Αμύνης της «κόκκινης Δημοκρατίας». Όμως, με μια του πράξη, θα γίνει αντάξιος απόγονος της ηρωικής οικογενείας.
*** Ταινία αρκετά καλή, που κέρδισε μάλιστα το βραβείο του Εθνικού Συνδικάτου Θεαμάτων και η θεματολογία του μπορεί να συνοψισθεί σε ένα αγώνα του χριστιανισμού εναντίον του κομμουνισμού, όπως και η ταινία η «Πολιορκία του Αλκαθάρ».
Πρόκειται για μια μυθιστορηματική ταινία για την πιο ηρωική στιγμή των Εθνικιστών στη διάρκεια του Εμφυλίου. Εδώ να πούμε ότι η πολιορκία του Αλκαθάρ είχε δι­πλή σημασία για τους Εθνικιστές, μιας και στη διάρκεια της Ισπανικής Επανακατάκτησης από τους Άραβες, τόσο το Αλκαθάρ, όσο και γενικότερα το Τολέδο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Ο Τζε­νίνα, σκηνοθέτης της ταινίας «το Γένος» υπήρξε από τους επίσημους σκηνοθέτες του μουσολινικού καθεστώτος, χρησιμοποίησε Ιταλούς και Ισπανούς ηθοποιούς και έκανε τα γυρίσματα στην Τσινετσιτά και στο Τολέδο. Έδωσε στην ταινία ένα τόνο ντοκιμαντέρ και προσπάθησε να κάνει το κοινό να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές, εισάγοντας το ερωτικό στοιχείο.
Έτσι από την αρχή εισάγει το ερωτικό τρίγω­νο ανάμεσα στους τρεις από τους πρωταγωνιστές του, την Κάρμεν, τον ταγματάρχη και τον Πέδρο. Σε αυτό αντιπαραθέτει την άσπιλη σχέση ανάμεσα σε άλλα δύο πρόσωπα, στην Κουτσίτα και στον Φερνάντο. Η τελευταία σχέση συγκλονί­ζει, όταν λίγο πριν ο ετοιμοθάνατος Φερνάντο μεταλάβει την όστια, η Κουτσίτα θα ζητήσει από τον ιερέα να ευλογήσει τον γάμο τους, απόφαση που παίρνουν εκείνη τη στιγμή.
**** Στην ταινία κυριαρχεί ο Καθολικισμός των πολιορκημένων, με αποκορύφωμα τη Λειτουργία της Παρθένου, στην οποία ο Πέδρο Ζέγκλιο έδωσε την ατμόσφαιρα πινάκων του Ελ Γκρέκο. Οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά κρυμμένοι στα κελάρια, θυμίζουν πολύ τους πρώτους χριστιανούς. Απέναντι στην καλοσύνη του Καθολικισμού, βρίσκεται η βαρ­βαρότητα των κομμουνιστών. Υπάρχει επίσης η θρυλική απάντηση του συνταγματάρχη Μοσκαρντό στους αριστερούς που ζητούσαν την παράδοση του Αλκαθάρ, με αντάλλαγμα την ζωή του έφηβου υιού του. Ο Τζενίνα διαλύει την αλλαζονεία των κομμουνιστών, που πιστεύουν ότι με την ανατίναξη του Αλκαθάρ θα λύσουν την πολιορκία. Όμως οι πολιορκημένοι και η ιστορία, τους έπαιξαν σκληρό παιχνίδι.
Ο κριτικός τότε, Μικελάντζελο Αντονιόνι έγραψε τον εξής διθύραμβο στο αριστεριστικό περιοδικό Σινεμά(!):
«η έκπληξη της Βενετίας άξιζε το βραβείο της Βενετίας για την φροντίδα με την οποία η παραγωγή δημιούργησε την ταινία και την σταθερότητα της δομής της. Πρόκειται για μια κλειστο­φοβική ταινία, μία πολεμική ταινία, δυνατή και καθόλου εξευγε­νισμένη, η οποία έχει τις ρίζες της στην ιστορία. Αυτό που συμ­βαίνει εντός του Αλκαθάρ είναι η ζωή μιας μικρής πόλης με την γέννηση της, τους νεκρούς και τους έρωτες της».
Επίσης, θα εκτιμούσε την έλλειψη ρητορικής και την πειστικότητα με την οποία παρουσιάζονται τα ηρωικά κατορθώματα και οι ζωές των απλών ανθρώπων. Αυτή όμως την ταινία, οι υπεύθυνοι του αφιερώματος στον Ισπανικό Εμφύλιο δεν είχαν τόλμησαν να την παρουσιάσουν, αναδεικνύοντας έτσι τη μισαλλοδοξία τους.

--------------------
Υ.Γ. Το «Γένος» προβλήθηκε την Κυριακή 10 Οκτωβρίου στην «αίθουσα 1» της Ταινιοθήκης της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου 134-136).
 
ΕπιστροφήTop