Καθηγητής Θεολόγος-Γυμνασιάρχης
Συμπληρώθηκε ήδη ένας ολόκληρος χρόνος, απ’ την ώρα που η ανθρωπότητα γνώρισε έναν παγκόσμιο εφιάλτη-συναγερμό. Μηνύματα πολλαπλής αφύπνισης μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο της πανδημίας, απ’ τον αποκαλούμενο κορονωιό.
Ασφαλώς και είνε αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη των ειδικών επιστημόνων να μας πουν ξεκάθαρα, τίμια, ειλικρινά και τιμώντας τον όρκο του Ιπποκράτη, πότε και με ποια κριτήρια μια ασθένεια χαρακτηρίζεται ως επιδημία ή το χειρότερο πανδημία. Και είνε βέβαια αυτονόητο πως αυτοί, κυρίως, καλούνται να επισημάνουν το μέγεθος και την έκταση του κινδύνου που προκύπτει απ’ τον ένα ή τον άλλο χαρακτηρισμό. Πριν όμως προχωρήσουμε στη διατύπωση κάποιων σκέψεων σχετικά με τη νέα αυτή παγκόσμια απειλή, κρίνεται χρήσιμη η διασάφηση του νοήματος των δύο αυτών ιατρικών όρων: επιδημία και πανδημία.
Ο όρος επιδημία δηλώνει την παρουσία μιάς θεότητος, σε κάποιο ιερό τόπο ή χώρα, που είνε αφιερωμένα στη συγκεκριμένη θεότητα. Στα Ομηρικά έπη π.χ. αλλά και σε άλλα μεταγενέστερα κείμενα είνε αποτυπωμένες οι σχετικές αντιλήψεις των Ελλήνων. Σύμφωνα μ’ αυτές «οι θεοί ταξίδευαν και επισκέπτονταν τους αγαπημένους τόπους τους». Αυτές δε οι επισκέψεις γινόταν, κυρίως, όταν προσφέρονταν σ’ αυτούς κάποια θυσία. Ο λιπαρός αχνός (κνίσα) και η οσμή του ψηνόμενου κρέατος σε συνδυασμό με την εύχυμη ευωδία που αναδίδονταν προσείλκυε την παρουσία του θεού στον τόπο της θυσίας, η οποία γίνονταν περιοδικά, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Στη διάρκεια αυτών των θυσιών οργανώνονταν ειδικές εορταστικές εκδηλώσεις, πανηγυρικού χαρακτήρα. Μια τέτοια ειδική γιορτή πραγματοποιούνταν π.χ. στον ιερό χώρο των Δελφών, με την έλευση σ’ αυτόν του Απόλλωνα. Η απομάκρυνση δε του θεού μετά το τέλος της λατρείας, και των σχετικών εκδηλώσεων λεγόταν αποδημία.
Κατά την ιατρική άποψη επιδημία καλείται η αθρόα εμφάνιση ενός μεταδοτικού νοσήματος χρονικά και τοπικά. Όταν δε η συγκεκριμένη ασθένεια αφορά μια ευρεία περιοχή, (πολύ δε περισσότερο όταν απλώνεται σ’ όλο τον κόσμο όπως ο Κορωνοϊός), τότε εύλογα χαρακτηρίζεται ως πανδημία. Η εμφάνιση και η υποχώρηση μια επιδημίας εξαρτάται «από τη μεταφορά μιάς δραστικής δόσης, του λοιμώδους παράγοντα, απ’ τα μολυσμένα άτομα, στα ευαίσθητα». Ο όρος επιδημία χρησιμοποιείται μόνο για τους ανθρώπινους πληθυσμούς. Όταν δε γίνεται λόγος για μόλυνση των ζώων, τότε χρησιμοποιείται ο όρος: επιζωοτία. Ο όρος επιδημιολογία αναφέρεται στον ιατρικό κλάδο που πραγματεύεται την διάδοση των νόσων σ’ ένα πληθυσμό.
Συχνά ακούμε να λέγεται πως καλούμαστε να πολεμήσουμε έναν αόρατο εχθρό. Είνε όμως οι ιοί και γενικότερα τα μικρόβια, στα οποία και αυτοί συγκαταλέγονται, πραγματικά αόρατοι; Φυσικά είναι αόρατοι «δια γυμνού οφθαλμού». Οι συνέπειές τους όμως, ιδιαίτερα όταν προκαλούν πανδημία, γίνονται αισθητοί, ορατοί, αφού δημιουργούν πλήθος προβλημάτων υγείας, και όχι μόνο, στους ανθρώπινους πληθυσμούς, οπότε δικαιολογημένα προκαλούν αυξημένες ανησυχίες και πολλαπλούς φόβους. Είνε προφανές ότι οι συνέπειες μιας πανδημίας γίνονται ορατές. Με την επιστημονική έρευνα ο εχθρός γίνεται ορατός, τουλάχιστον στα πειραματικά εργαστήρια. Τότε είνε που ο επιστημονικός κόσμος επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις και τα μέσα που διαθέτει. Εξαντλεί τις δυνατότητές του, για την αντιμετώπιση του «εχθρού», με φάρμακα, εμβόλια και ό,τι άλλο κριθεί χρήσιμο και επωφελές για την περίπτωση.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Στην ατέλειωτη διαδρομή των αιώνων η ανθρωπότητα γνώρισε διάφορες καταστάσεις επιδημιών- πανδημιών μικρότερης η μεγαλύτερης έκτασης και συνεπειών. Απ’ την εποχή του Περικλή και ακόμα παλαιότερα μέχρι σήμερα η χιλιοβασανισμένη χώρα μας πέρασε μπόρες δυνατές και βίωσε θανατηφόρες επιδημίες-πανδημίες. Άλλοτε οι άνθρωποι έβλεπαν γύρω τους λεπρούς να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο, ή το ίδιο να συμβαίνει με την χολέρα, την πανώλη, την Ισπανική ή την Ασιατική γρίπη, το έιτζ και τόσες άλλες μολυσματικές ασθένειες που έπληξαν τον τόπο.
Η ιστορία μας πληροφορεί ότι οι επιδημίες σε διάφορες περιοχές, ιδιαίτερα κατά τον Μεσαίωνα, στοίχισαν τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις. Φυσικά και η πατρίδα μας δεν έμεινε απρόσβλητη απ’ τους διάφορους ορατούς ή αόρατους εχθρούς, ούτε αμόλυντη απ’ τις μεγάλες υγειονομικές συμφορές που έπληξαν την Ευρώπη και γενικότερα τον κόσμο.
Κάθε αιώνας κρύβει πολύ πόνο και ωκεανούς δακρύων. Μετράει δε με οδύνη πλήθος θυμάτων από επιδημίες και πανδημίες. Για παράδειγμα: Ο 14ος είνε ο αιώνας της λέπρας. Ο 15ος ο αιώνας της πανούκλας. Ο 16ος της σύφιλης. Ο 17Ος της πανούκλας. Ο 18ος της ιλαράς και της οστρακιάς. Ο 19ος της φυματίωσης και ο 20ος της γρίπης και του AIDS. Μήπως άραγε ο 21ος τελικά ονομασθεί ως ο αιώνας του COVID 19- (Κορωνοϊού);
Πως άραγε οι ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος πληροφορούνταν την εμφάνιση, διάδοση και επικράτηση μιάς πραγματικής πανδημίας; Προφανώς στις παλαιότερες εποχές δεν υπήρχε δυνατότητα άμεσης, ευρείας και έγκυρης ενημέρωσης του πληθυσμού, για την εμφάνιση και εξάπλωση κάποιου μεταδοτικού νοσήματος. Τα Μ.Μ.Ε. ανάλογα με την εποχή ήσαν από ανύπαρκτα έως ελάχιστα ή προβληματικά. Ο λαός βρισκόταν σε πραγματική άγνοια του κινδύνου, και της δυναμικής μετάδοσης του όποιου μικροβίου-ιού.
Οι αρμόδιες πολιτικές και υγειονομικές αρχές δεν διάθεταν ειδικούς «τελάληδες», (ντελάλης=διαλαλητής), να κυκλοφορούν στις γειτονιές, προειδοποιώντας για τον νέο κίνδυνο, ενσπείροντας έτσι φόβο και πανικό στους ανύποπτους κατοίκους. Με έκπληξη μαζί και απορία έβλεπαν γύρω τους κάθε μέρα, 2, 3, 4, 5…10 συνανθρώπους τους να φεύγουν από τη ζωή. Όλες οι περιπτώσεις των διαφόρων επιδημιών διαφοροποιούνταν όσον αφορά τα χρονικά όρια, αλλά και τα θλιβερά σε αριθμό θανατηφόρα αποτελέσματα.
Ο κόσμος έζησε πολλές καταστροφικές πανδημίες. Φαντασθείτε την έκταση του πανικού που θα δημιουργούσε η ύπαρξη ενός η περισσότερων «ντελάληδων», να περιέρχονται πόλεις και χωριά, σε πλατείες , δρόμους να διαλαλούν σε δραματικούς τόνους τους πραγματικά υπαρκτούς ή τους αναμενόμενους κινδύνους της πανδημίας. Αυτόν το θλιβερό ρόλο των «τελάληδων» έχουν αναλάβει σήμερα σε εκπληκτικά μεγάλο βαθμό και σε δραματικούς τόνους, με ευθύνη, ενθάρρυνση και προτροπή (όχι ανιδιοτελώς) των αρμοδίων, σχεδόν όλα τα μέσα ενημέρωσης ηλεκτρονικά κ.α.
Ώρες ολόκληρες, με ατέλειωτα (κάποτε νεφελώδη) επιχειρήματα βομβαρδίζουν ασταμάτητα, μέρα και νύχτα, τους πολίτες όλου του κόσμου, για τους πραγματικούς ή φανταστικούς κινδύνους της νέας πρωτοφανούς σε έκταση και επιμονή πανδημίας.
Η εγγενής ανάγκη του ανθρώπου για αυτοπροστασία, σε συνδυασμό με το ένστικτο της επιβίωσης οδηγεί στην λήψη των αναγκαίων μέτρων προφύλαξης απ’ τον κίνδυνο μόλυνσης απ’ τον «αντικοινωνικό» κορωνοϊό. Τα μικρόβια είναι, πράγματι, αόρατα. Οι συνέπειές τους όμως όταν ο άνθρωπος προσβληθεί απ’ αυτά είναι εμφανείς, δυσάρεστες και άκρως επικίνδυνες, έως θανατηφόρες. Η καθημερινή έντονη ανάδειξη των τραγικών συνεπειών τους σε 24ωρη βάση, απ’ όλα τα ΜΜΕ σε υπερβολικό βαθμό, εκτός των άλλων προκαλεί πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις στον ψυχισμό του ατόμου. Διαφοροποιεί την κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου, δημιουργώντας τείχη απομόνωσης και αποξένωσης ακόμα και με τους πλέον οικείους συνανθρώπους.
Στοιχεία του παρελθόντος Σεπτεμβρίου καταδεικνύουν την άκρως δραματική εικόνα της πανδημίας παγκοσμίως. Σύμφωνα μ’ αυτά η διάσημη αρρώστια CΟVID 19 είχε προσβάλει το 3,7% του παγκόσμιου πληθυσμού. Δηλαδή 26.033.729 ανθρώπους. Απ’ αυτούς είχαν καταλήξει ως τότε το 3,02% , δηλαδή 86.3057 άνθρωποι. Αν λάβουμε υπ' όψιν ότι ο συνολικός πληθυσμός της γης ξεπερνάει τα 7,8 δισεκατομμύρια ανθρώπους, τότε οι θάνατοι που σημειώθηκαν από την αρρώστια ή με την αρρώστια, ανέρχονται σε ποσοστό 0,011%.
«Και της άνωθεν Χάριτος…».
Και η μεν επιστήμη, πολλαπλά ενισχυόμενη απ’ την πολιτεία, οφείλει να επιτελεί το έργο της με συνέπεια, ειλικρίνεια, εντιμότητα και αγάπη προς τον πάσχοντα άνθρωπο, σε κάθε περίπτωση, επιδιώκοντας τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Φτάνει όμως μόνο αυτό; Μπορούν μόνες τους η πολιτεία και η επιστήμη, όσα μέσα κι’ αν διαθέτουν να αντιμετωπίζουν επιτυχώς τους κινδύνους που απειλούν την υγεία των ανθρώπων;
Συχνά πολλοί παγιδεύονται στην αντίληψη ότι μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας στηριζόμενοι αποκλειστικά στις ανθρώπινες δυνάμεις, με τα μέσα και τα εργαλεία που διαθέτουμε. Ξεχνούμε όμως πως πέρα και πάνω από την επιστήμη, τους επιστήμονες, τα όποια μέσα και δυνατότητες που υπάρχουν, υπάρχει και κάποιος Άλλος, που Αυτός σίγουρα αν κληθεί, μπορεί να επιβραβεύσει του κόπους και τους αγώνες της ανθρώπινης προσπάθειας.
Αυτό σημαίνει ότι: δεν εξαρτώνται τα πάντα απ’ τη θέληση και τις δυνατότητες του ανθρώπου, αλλά έχει απόλυτη την ανάγκη «και της άνωθεν χάριτος». Είνε διαχρονική η ισχύς του λόγου της Γραφής: «Εάν μη Κύριος οικοδομήσει οίκον, μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες», και «Εάν μη Κύριος φυλάξει πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάττων».
Υπάρχουν αμέτρητα περιστατικά στην ιστορία της μαρτυρικής ορθόδοξης πατρίδας μας, που οι όποιες ανθρώπινες δυνάμεις και μέσα, μόνα τους, αποδείχθηκαν ανίκανα, ανεπαρκή για την αντιμετώπιση επιδημιών, λιμών λοιμών, ανομβρίας, φυσικών καταστροφών και άλλων συμφορών, σε τοπική ή γενικότερη έκταση. Θα απαιτούνταν σελίδες πολλές για την απλή και μόνο καταγραφή ανάλογων περιστατικών, που τα ανθρώπινα αδιέξοδα υπερνικήθηκαν, ύστερα από θερμή επίκληση της άνωθεν βοηθείας.
Η απάντηση του «ουρανού».
Ενδεικτικά και μόνο αυτής της αλήθειας καταγράφονται στη συνέχεια ελάχιστα περιστατικά στα οποία είνε εμφανής η άμεση, αποτελεσματική απάντηση στην «κραυγή» των πιστών, προς τον «πατέρα ημών τον εν ουρανοίς».
Το άξιο, όμως, θαυμασμού είνε το γεγονός ότι στην αρχή της πανδημίας ο θάνατος θέριζε τους ανθρώπους, αδιακρίτως, χωρίς να τους ξεχωρίζει ανάλογα με την εθνότητα ή τη θρησκεία τους. Στη συνέχεια όμως, μετά την εντατική προσπάθεια του ιερού κλήρου και του λαού, οι χριστιανοί γλίτωναν απ’ την αρρώστια και δεν πέθαιναν. Η τοπική εκκλησία πήρε στα χέρια της τον πόνο και την αγωνία του λαού. Συνεχείς προσευχές, παρακλήσεις, αγιασμοί, ευχέλαια, θείες λειτουργίες, αγρυπνίες με ευρεία συμμετοχή κλήρου και λαού, σε συνδυασμό με μετάνοια, εξομολόγηση, νηστείες, αγαθοεργίες, απέσπασαν το έλεος του Θεού, και κέρδισαν τη σωστική χάρη Του. Το θαύμα συντελέστηκε. «Ενώ η επιδημία συνεχιζόταν, και η πανούκλα σκορπούσε το θάνατο, οι χριστιανοί της περιοχής παρέμειναν στο απυρόβλητο». Οι αλλόθρησκοι-άπιστοι Τούρκοι (Μουσουλμάνοι) που συνέχιζαν να πεθαίνουν σκανδαλίστηκαν, και θεώρησαν «ότι οι χριστιανοί τους έκανα μάγια». Η ίδια «σκανδαλιστική ευεργεσία» προς τους χριστιανούς επαναλήφθηκε και σε μια άλλη πανδημία, που έπληξε την περιοχή τον 17ο αιώνα.
Την ίδια εποχή στο Μαρούσι ο τούρκος αγάς της περιοχής έβλεπε τους χριστιανούς στις δύσκολες περιστάσεις να καλούν τους ιερείς τους, οι οποίοι με παρακλήσεις και αγιασμούς έδιωχναν τις ακρίδες ή απομάκρυναν άλλες συμφορές. Θεώρησε πως κάτι ανάλογο μπορούσε να γίνει και με τους Μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς. Σε αντίστοιχη περίπτωση κάλεσε κι’ αυτός τον Χότζα των Μωαμεθανών, «να κάνει τα δικά του», για να απαλλαγούν οι πιστοί του από κάποια συμφορά. Ο χότζας φυσικά (όπως άλλοτε οι ιερείς του Βάαλ επί προφήτου Ηλιού), παρά την επίμονη προσπάθειά του απέτυχε να αποτρέψει το κακό, με αποτέλεσμα να υποστεί άγριο ξυλοδαρμό.
@. 1850 Αθήνα. Άκρως απειλητική εμφανίζεται η επιδημία της χολέρας. Κάθε μέρα εκατοντάδες νεκροί. Φόβος και τρόμος, (χωρίς τρομοκρατικά ΜΜΕ), απλώνεται παντού. Ο γενικός αρχίατρος του κράτους, ανήμπορος να βοηθήσει, κρύβεται. Ο λαός σε πλήρη απόγνωση και εγκατάλειψη. Κρατική φροντίδα ανύπαρκτη. Μοναδική ελπίδα και δυνατότητα παρηγοριάς και πνευματικής στήριξης , η Ορθόδοξη Εκκλησία, η πάντοτε περιφρονημένη και πολύμορφα διωκόμενη από άρχοντες και μερίδα του λαού. Αυτή που διαχρονικά υπήρξε η πραγματική πνευματική μάνα και προστάτιδα του λαού του Θεού.
Οι ξένοι, Προτεστάντες που έβλεπαν «τη μάζωξη του λαού», μιλούσαν για μαζική τρέλα και παραλήρημα που γεννάει ο φόβος και η αγωνία. Πίστευαν και προφήτευαν ομαδική αυτοκτονία. Γιατί, όπως έλεγαν, «αντί να κρύβονται και να απομονώνονται για να προστατευθούν, συνωστίζονται στο ναό και στη λιτανεία», (χωρίς μάσκες και αποστάσεις, όπως θα έλεγαν σήμερα),με άμεσο κίνδυνο να φουντώσει η επιδημία και να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Όμως οι φόβοι και οι «προφητείες» τους διαψεύστηκαν. Η επιδημία σταμάτησε. Ο αγιασμός αποδείχθηκε στα χέρια των πιστών το ισχυρότερο αλεξικέραυνο για τον ιό, και το αποτελεσματικότερο αντιβιοτικό. Αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά φάρμακο δυνατό και εμβόλιο αποτρεπτικό της μόλυνσης.
@. 1854 και 1918 Περιοχή Αγρινίου. Στις δύο αυτές χρονικές συγκυρίες, η περιοχή του Αγρινίου και ευρύτερα της Αιτωλοακαρνανίας μαστίζεται, ανηλεώς, απ’ την επάρατη επιδημία της γρίπης στην πρώτη περίπτωση, και της χολέρας στην δεύτερη. Ο ημερήσιος αριθμός θανάτων στην πόλη, των τότε περίπου 15.000 κατοίκων, ανέρχεται στους 40-50. Η επιστήμη και η πολιτεία, δια των εκπροσώπων τους αδυνατούν να ανακόψουν την εξάπλωση της πανδημίας. Οι νεκροί ασυνόδευτοι, άψαλτοι, πάνω σε δίτροχα κάρα, μεταφέρονται στο κοιμητήριο της πόλης, και με μια απλή σύντομη ευχή-δέηση του ιερέα ενταφιάζονται. Η απόγνωση είνε διάχυτη παντού. Και στις δύο αυτές δραματικές περιπτώσεις η απαλλαγή απ’ το κακό έρχεται με την έλευση της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας του Προυσσού στην πόλη και γενικότερα στην μαστιζόμενη περιοχή.
Αλλά «επιλήψει μοι ο χρόνος διηγούμενον» το πλήθος των θαυματουργών παρεμβάσεων του θείου ελέους, με τις οποίες ο ευσεβής λαός του Θεού λυτρώνονταν «από πάσης ανάγκης και θλίψεως».
Η αντιμετώπιση σήμερα
Μια εντελώς βιαστική-φευγαλέα σύγκριση του τρόπου και των μέσων με τα οποία αντιμετωπίζονταν παλαιότερα καταστάσεις επιδημίας, σε σχέση με την σοβαρότατη απειλή του σήμερα, που όλα είνε απείρως περισσότερα και καλύτερα, μας λέει πως σήμερα επιχειρούμε να διώξουμε το κακό στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στις δυνάμεις και τα μέσα της επιστημονικής κοινότητας και τις επιλογές και αποφάσεις της πολιτείας. Δηλαδή μέτρα, μέσα, τρόποι και μέθοδοι μονόπλευροι, μονοσήμαντοι, που αρκούνται και εξαντλούνται στις δυνατότητες του ανθρώπινου παράγοντα. Φαίνεται πως έχουμε διαγράψει εντελώς την δυνατότητα και αναγκαιότητα επίκλησης της «άνωθεν βοηθείας», του ελέους και της φιλανθρωπίας του Θεού.
Κι’ αυτό είνε πολύμορφα εμφανές στο δημόσιο λόγο και την συμπεριφορά των φορέων της πολιτειακής και πολιτικής εκπροσώπησης του, κατά τα άλλα, ορθόδοξου λαού. Βλέπουμε και ακούμε τους ηγέτες της γειτονικής ισλαμικής χώρας, πολύ συχνά, να επικαλούνται την βοήθεια του θεού τους «Αλλάχ», για να αντιμετωπίσουν τις όποιες δυσκολίες και να επιλύσουν τα προβλήματα που θεωρούν ότι έχουν και με τη χώρα μας. Ποτέ όμως δεν βγήκε απ’ το στόμα της άθεης καθ' ομολογίαν, διορισμένης πολιτειακής κορυφής, ούτε και απ’ το στόμα του εκλεγμένου πρωθυπουργού, ή έστω κάποιων επιφανών κυβερνητικών παραγόντων μια φράση-επίκληση της βοηθείας του Θεού, σ’ αυτή την δύσκολη και άκρως απειλητική υγειονομική συγκυρία. Αντίθετα μάλιστα προκλητικά τοποθετούνται σε καίριες θέσεις του κυβερνητικού σχήματος ή άλλων φορέων του δημοσίου άνθρωποι που «λόγω και έργω» αρνούνται τις παραδεδομένες αξίες, ήθη και παραδόσεις, στο όνομα δήθεν των «ίσων δικαιωμάτων» όλων των πολιτών. Ξεχνούν όμως πως ναι όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα, αλλά ανάλογα με τη θέση του καθένας έχει και διαφορετικές υποχρεώσεις και καθήκοντα. Και δεν νοείται ένας π.χ. υπουργός ή δημόσιος παράγοντας, κάνοντας χρήση της θέσης και του αξιώματος που του χαρίστηκε, να προβάλει δημόσια και κάποτε να καμαρώνει διαφημίζοντας με ολοσέλιδες συνεντεύξεις τις προσωπικές ιδιαιτερότητες και επιλογές του, γινόμενος έτσι αρνητικό παράδειγμα στους νέους ανθρώπους.
Ουδείς αρνείται την αναγκαιότητα και ωφελιμότητα όλων των μέσων που διαθέτει η επιστήμη, η τεχνική και η πολιτεία για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό, φάρμακα, εμβόλια, κ.λ.π. Όλα όμως αυτά όσο καλά και αναγκαία κάποτε εγγίζουν τα όριά τους. Εξαντλούν τις δυνατότητες παρεμβάσεων του ανθρώπινου και υλικού παράγοντα.
Όσα και ό,τι κι’ αν γίνει καλά, άγια, αξιέπαινα. Κάποτε όλοι και όλα σηκώνουν τα χέρια ψηλά, δηλώνοντας έτσι αδυναμία συνέχειας. Πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα τότε είνε αναπόφευκτη ανάγκη πανεθνικής προσφυγής στο έλεος και τη βοήθεια του θεού.
Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου του 95% του πληθυσμού είνε βαπτισμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί, άσχετα απ’ το βαθμό θρησκευτικότητας, είνε ανεπίτρεπτο να κυβερνιέται ο τόπος από ανθρώπους που άμεσα ή έμμεσα αρνούνται, υπονομεύουν ή εχθρεύονται φανερά ή κρυφά την πίστη της πλειοψηφίας του λαού. Ακόμα κι’ αν υποκριτικά παρίστανται σε επίσημες δοξολογίες ή άλλες εκδηλώσεις που έχουν και εκκλησιαστικά δρώμενα. Προφανώς τότε οι ίδιοι ζουν το δράμα της διχασμένης προσωπικότητας, που βέβαια εξισορροπείται απ’ τα προνόμια δόξας και αμοιβών.
Πόσο σημαντική είνε η εμπειρία των ευσεβών προγόνων μας, όταν βρίσκονταν μπροστά σε παρόμοιες με τη σημερινή απειλή καταστάσεις. Παράλληλα με τις όποιες ενέργειες της επιστήμης και πολιτείας, λαός και άρχοντες κατέφευγαν, που αλλού; Γέμιζαν τις εκκλησίες και ικέτευαν το Θεό, ζητώντας την προστασία του. Σήμερα οι ηγέτες μας κλείνουν τις εκκλησίας και επιβάλουν πρόστιμα σ’ όσους «πειθαρχούν» στη φωνή του θεού και της συνείδησής τους. Με εμπιστοσύνη στην αγάπη του «εν ουρανοίς πατέρα» νυχτο-ξημέρωναν ικετευτικά στις εκκλησίες. Ασφαλώς δεν ήταν ειδικοί επιστήμονες λοιμοξιολόγοι κ.α. ή «παντογνώστες» πολιτικοί, δεν ήταν όμως χαζοί. Γνώριζαν ότι η προσέγγιση στο Θεό και η απάντησή του στις ικεσίες τους δεν υπάκουε στις λογικές εξηγήσεις και ιατρικές οδηγίες. Απλά τις υπερέβαινε. Με δακρυσμένα μάτια ζητούσαν το θαύμα, τη απάντηση του Θεού, γνωρίζοντας πως αυτό δεν εξηγείται λογικά. Γνώριζαν πως μέσα στο ναό και στις λιτανείες έρχονταν κοντά ο ένας στον άλλο χωρίς αποστάσεις και μάσκες. Πηγαίνοντας όμως στο ναό είχαν ως οδηγό την πίστη «πως θα γενεί το θάμα», κι όχι πως θα μολυνθούν. Κοινωνούσαν χωρίς δισταγμό και διακρίσεις απ’ το ίδιο «κουταλάκι», λαβίδα, κι’ έβγαιναν απ’ το ναό «ως λέοντες πυρ πνέοντες». Και μιλάμε για περιπτώσεις μολυσματικά επιδημιών που θέριζαν αδιάκριτα άτομα κάθε ηλικίας.
Η επέμβαση του Θεού, συχνά ήταν «σκανδαλιστικά» ευνοϊκή για τους απλοϊκούς πιστούς, και πρόκληση στη λογική των ειδικών και των ισχυρών, που στηρίζονταν στις δικές τους δυνάμεις και ικανότητες, πολύ δε περισσότερο στους απίστους. Ας μην ξεχνάμε την πρώτη κατ’ εξοχήν πρόκληση στην αρχαία Αίγυπτο, όταν πέθαιναν τα πρωτότοκα παιδιά τους, μόνο αυτά, ενώ διαφυλάχθηκαν τα παιδιά των Ισραηλιτών. Ανάλογα η πρόνοια και η αγάπη του Θεού εξακολουθεί να αγκαλιάζει την πορεία της ζωής των παιδιών του στην διαδρομή των αιώνων, αρκεί αυτά να το αξίζουν και υπομονητικά με επιμονή να του το ζητούν.
Ως επισφράγισμα των όσων ειπώθηκαν καταγράφω τα βαθυστόχαστα λόγια του χριστιανού Ντοστογιέφσκι: πως όπλα της εκκλησίας και ταυτόχρονα του πιστού είνε: «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος». Και προσθέτει: «μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θα αρνηθεί παρευθύς και τον Θεό…Δεν ζητάει τόσο τον Θεό όσο τα θαύματα…δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, δημιουργεί αμέσως για τον εαυτό του θαύματα των τσαρλατάνων». Συμπληρώνει δε πως «Δεν κατέβηκε ο Χριστός όταν τον προκαλούσαν περιγελώντας τον και λοιδορώντας τον οι σταυρωτές του. Δεν κατέβηκε, επειδή δεν θέλησε να υποδουλώσει τον άνθρωπο με το θαύμα. Ήθελε την ελεύθερη πίστη-εμπιστοσύνη του ανθρώπου.. Αξία έχει η ελευθερία της απόφασης..», η πίστη που δύναται «και όρη μεθιστάνειν».