(190 χρόνια από το 1821)
έγραψε ο Βασίλειος Γιαννακόπουλος (στα «Λιτοσελίτικα Νέα»)
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ηρωικός αγωνιστής, μάρτυρας, ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821, και ο δημοφιλέστερος των ηρώων της.
Γεννήθηκε γύρω στα 1788. Ως τόπος γέννησης του αναφέρονται δύο χωριά η Άνω Μουσονίτσα και η Αρτοτίνα της Φωκίδας. Σημείο τριβής αποτελεί επίσης και το επώνυμο του που αναφέρεται, το Μασσαβέτας και το Γραμματικός.
Ήταν το πέμπτο παιδί, βάσει στοιχείων, του Γεωργίου Γραμματικού από την άνω Μουσονίτσα και της Χρυσούλας Καφούρου, από την Αρτοτίνα, (έλκει επομένως την καταγωγή του και από τα δυο χωριά) ήταν εγγονός ντόπιου κλέφτη του Νικολάου Γραμματικού, που σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους.
Η μοίρα της οικογένειας ήταν σκληρή, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του (εφοδίαζε με τρόφιμα και βοηθούσε τους εξεγερμένους κλέφτες), και με ένα από τα αδέλφια του τον κρέμασαν στο Πατρατζίκι την σημερινή Υπάτη. Όταν έμαθε τον θάνατο του πατέρα του και του αδελφού του, ορκίστηκε εκδίκηση και επετέθη στο τούρκικο απόσπασμα με τα παλικάρια του.
Κατατρομαγμένη η μάνα του Διάκου πήγε το δωδεκάχρονο παιδί της και το εμπιστεύθηκε στους καλόγερους του μοναστηριού, Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, κοντά στην Αρτοτίνα. Πέραν του φόβου της μάνας, υπήρχε και μια ακόμη σκοπιμότητα. Με την οικονομική καταστροφή, η χειροτονία του νεαρού Θανάση, επιβάλλονταν πλέον και για λόγους βιοποριστικούς, καθόσον τα μοναστήρια λόγω των ειδικών σχέσεων, που είχαν αυτά με τους Τούρκους, ζούσαν πιο άνετα από τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες.
Εκεί διδάσκεται την Οκτάηχο και το Ψαλτήριο και πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία δεκαεπτά ετών, λόγω της πίστης του και της ιδιοσυγκρασίας του χειροτονήθηκε Διάκονος με το ιερατικό όνομα «Άνθιμος», κράτησε δε τελικά για επίθετο του τον βαθμό του, («Διάκος»).
Ο Διάκος περιγράφεται ως άτομο μετρίου αναστήματος, με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά, προσεγμένη ενδυμασία, σοβαρό βλέμμα, ιδιαίτερα ευκίνητος, γοργός στα πόδια και άριστος στην σκοποβολή.
Όπως αναφέρει η παράδοση, σκότωσε σε καυγά έναν Τούρκο επειδή ο Διάκος τον νίκησε στη σκοποβολή- κατ' άλλη δε εκδοχή, σε καυγά που είχε με Τούρκο πασά που επισκέφθηκε το μοναστήρι και εντυπωσιάστηκε από την εμφάνιση του Διάκου, προσβλήθηκε από τα λεγόμενα του Τούρκου (και τις μετέπειτα προτάσεις του) και τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης στο «Λημέρι» του ξακουστού κλέφτη Τσάμ Καλόγερου, ανάμεσα στα Βαρδουσία και την Γκιώνα. Ο Τσάμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή που είχε με τους Τούρκους, τραυματίστηκε βαριά στο πόδι και αν ο Διάκος, δεν τον μετέφερε στην Γραμμένη Οξιά, θα έπεφτε στα χέρια του εχθρού. Είπε δε μπροστά σ' όλους τους κλέφτες «όταν θ' αποθάνω, αυτός πρέπει να γίνει ο καπετάνιος σας».
Στη μάχη της «Ζελίστας», σκότωσε με ένα κλαδί, έναν Τούρκο και πήρε τον οπλισμό του, νομίζοντας αργότερα ότι ο φόνος ξεχάστηκε, γύρισε πάλι στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, κι έμεινε για ένα ακόμη χρόνο. Μετά από προδοσία όμως - ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου — τη μέρα του πανηγυριού — τον συνέλαβαν και οδηγήθηκε στο Λιδορίκι σιδηροδέσμιος όπου ο Φερχάτ πασάς διέταξε να κρεμαστεί την επόμενη μέρα, το βράδυ όμως με την βοήθεια του κλέφτη Καρέτσου ο Διάκος δραπέτευσε.
Εκείνη την περίοδο, ο Αλή πασάς έκανε σχέδια εναντίον του σουλτάνου και καλεί σε βοήθεια όλους τους καπετάνιους (Αρβανίτες και Χριστιανούς) ανάμεσα τους και τον Σκαλτσοδήμο (σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδορικίου). Εκείνος έστειλε τον Αθανάσιο Διάκο στην θέση του. Έμεινε αρματολός για δυο χρόνια (1814-1816) στο σώμα των Τσοχανταρέων (σωματοφυλάκων) στη φρουρά του Αλη πασά της οποίας προΐστατο ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Στα τέλη του 1818 γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου και μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Στη συνέχεια ο Διάκος πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα) στον Κοσμά Σουλιώτη. Εκεί βρήκε «Φιρμάνι» του Αλή πασά, το περιεχόμενο οποίου ήταν να «χαλάσει τον Διάκο». Ο Σουλιώτης τον συμβούλευσε να ζητήσει τη βοήθεια του Ανδρούτσου. Ο Ανδρούτσος έπεισε τον Αλή πασά να μην εκτελέσει το «Φιρμάνι» και θανατώσει τον Διάκο που ήλεγχε τότε την περιοχή, από τον Μόρνο μέχρι τα ορεινά της Ηπείρου.
Το 1820 ο Αλή πασάς στασιάζει κατά της Οθωμανικής Πύλης, καλεί σε βοήθεια τον Ανδρούτσο και αυτός ανταποκρίνεται πηγαίνοντας στα Γιάννενα. Τότε οι σχέσεις Διάκου - Ανδρούτσου ψυχραίνονται και οι τοπικοί άρχοντες της Λιβαδειάς τον εκλέγουν αρματολό. Ο Διάκος πρωτοστάτησε στην προετοιμασία της Επανάστασης με τους επισκόπους Ταλαντίου, Νεόφυτο και Σαλώνων, Ησαΐα σε σύσκεψη που είχαν στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά.
Κατόρθωσε να στρατολογήσει περίπου 5.000 χωρικούς με την άδεια του Βοεβόδα της Λιβαδειάς Χασάν Αγά, με το πρόσχημα να αποκρούσει τον Ανδρούτσο, στα χρόνια που ακολουθούν και οδηγούν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος ήδη είχε κάνει την δική του ομάδα κλεφτών.
Στις 30 Μαρτίου πέφτει η Λιβαδειά στα χέρια των επαναστατών και στην συνέχεια οργανώνει την κατάληψη της Αταλάντης στις 31 Μαρτίου και της Θήβας την 1η Απριλίου, ενώ λίγο αργότερα κυριεύει το οχυρό φρούριο της Μενδενίτσας. Ακολούθως επιχειρεί να καταλάβει το Ζητούνι, που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής και το Πατρατζίκι, χωρίς όμως επιτυχία καθόσον ο τοπικός οπλαρχηγός Μήτσος Κοντογιάννης αρνήθηκε να βοηθήσει, επειδή θεωρούσε άκαιρο τον ξεσηκωμό.
Η Στερεά και η Πελοπόννησος βρίσκονται σε επαναστατικό αναβρασμό και τα μαντάτα φθάνουν στο Χουρσίτ πασά.
Ο πασάς της Πελοποννήσου βρίσκεται στα Γιάννενα και πολιορκούσε τον Αλή πασά, που έδειχνε τάσεις αυτονομίας του, από τον Σουλτάνο. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος του σουλτάνου, έστειλε δυο από τους ικανότερους διοικητές του από την Θεσσαλία, τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη επικεφαλής 8.000 πεζικού και 900 ιππέων (την άλλη μέρα προστέθηκαν 3.000 ακόμη) να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν προς την Πελοπόννησο, για την άρση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Διάκος με τους οπλαρχηγούς Δυοβουνιώτη και Πανουργία συσκέφθηκαν στις Κομποτάδες στις 20 Απριλίου και αποφασίζουν να υπερασπισθούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού (Αλαμάνας), με δύναμη 1500 ανδρών που χωρίστηκε σε τρία τμήματα, ο Δυοβουνιώτης με 400 άνδρες θα υπερασπιζόταν την Χαράδρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργίας τα υψώματα της Χαλκο-μάτας με 600 άνδρες και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες κοντά στις Θερμοπύλες, ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα και τη Λιβαδειά.
Οι Τούρκοι στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, το πρωί της 23ης Απριλίου επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία μέτωπα των επαναστατών. Ο Πανουργίας (τραυματισμένος) και ο Δυοβουνιώτης υποχρεούνται να υποχωρήσουν προ των υπέρτερων δυνάμεων του Ομερ Βρυώνη, με συνέπεια ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Κιοσέ Μεχμέτ να επιπέσει επί του Διάκου, στην Αλαμάνα.
Στην άνιση μάχη πέφτει ο αδελφός του Διάκου, το σώμα του οποίου χρησιμοποιεί για ασπίδα, ύστερα από σκληρή μάχη μένει ο Διάκος αγωνιζόμενος με 10 ηρωικούς αγωνιστές μεταβαίνοντας στη θέση «Μανδροδέματα» της μονής Δαμάστας (τότε Μουσταφάμπεης). Ο ίδιος τραυματίζεται και αφού πετάει το τουφέκι του, που είχε σπάσει από την υπερβολική χρήση - όπως και το σπαθί του, που το βρήκε το βόλι κοντά στη λαβή, συνεχίζει να πολεμά ηρωικά, βαστώντας στο αριστερό του χέρι την πιστόλα.
Οι Τούρκοι τον αναγνωρίζουν και αφού τον περικυκλώνουν στο χαράκωμα του, τον συλλαμβάνουν ζωντανό και καταματωμένο, οδηγώντας τον στον Ομέρ Βρυώνη. Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάστηκε αρχικά τον Ήρωα και δεν έδωσε εντολή να τον σκοτώσουν επί τόπου. Ο απολογισμός αυτής της μάχης ήταν περίπου 300 Έλληνες νεκροί, αρκετοί Τούρκοι, και πολλοί τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο Διάκος τραυματισμένος στον ώμο. Οι πασάδες έχοντας αιχμαλώτους τον Διάκο και το πρωτοπαλίκαρο του (τον ανιψιό του που ήταν μαζί σ' όλες τις μάχες) οδεύουν προς τη Λαμία (Ζητούνι).
Την νύχτα της 23ης του Απρίλη τον ανέκριναν παρουσία του Χαλήλ Μπέη -σημαίνοντος Τούρκου στη Λαμία -κοντά στην πλατεία Λαού- ζητώντας να μάθουν στοιχεία για την επανάσταση.
Ο Διάκος στην Αλαμάνα
Ο Ομέρ βρυώνης δεν ήθελε τον θάνατο του Διάκου καθώς τον γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά, ο οποίος και εκτιμούσε τις ικανότητες του. Του προσέφερε τιμές και αξιώματα να παραιτηθεί του αγώνα, να ενταχθεί στο Τούρκικο στρατόπεδο, ασπαζόμενος τον ισλαμισμό, ο Διάκος όμως τ' αρνήθηκε όλα περήφανα. Ο Μεχμέτ πασάς, (συστράτηγος του Ομέρ Βρυώνη, αλλά ανώτερος του), θαυμάζοντας το θάρρος του Διάκου, του πρότεινε να τον περιθάλψει και να τεθεί στην υπηρεσία του, ο Διάκος αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας του «δεν θα σε υπηρετήσω, αλλά αν θα σε υπηρετήσω δεν θα σε ωφελήσω». Όταν δε τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει του απάντησε, «ότι η Ελλάδα έχει πολλούς Διάκους».
Την επόμενη μέρα 24 του Απρίλη ημέρα Κυριακή, κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ Μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα) καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος σκότωσε πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, όταν ο Ομέρ Βρυώνης του έκανε πρόταση να τουρκέψει χαρίζοντας του την ζωή και δίνοντας του αξιώματα, πήρε την απάντηση, «πάτε και σεις και η πίστη σας μουρτάτες να χαθείτε εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω».
Οδεύοντας προς τον τόπο του μαρτυρίου, η παράδοση φέρει τον Διάκο να μονολογεί, με πίκρα και παράπονο, ατενίζοντας την ανοιξιάτικη φύση και προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού.
«Για ειδές καιρό που διάλεξεν,
ο χάρος να με πάρει,
τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά
και βγαζ' η γης χορτάρι».
Παρ' όλο που ο ανασκολοπισμός (σούβλισμα) του Διάκου είναι αναμφισβήτητος- η επικρατέστερη άποψη είναι ότι, σουβλίστηκε στο σημείο που είναι το κενοτάφιο του, τον έστησαν όρθιο σουβλισμένο, και τον εξετέλεσαν με πυροβολισμούς.
Από τον Απρίλη του 1821 μέχρι σήμερα έχουν περάσει 190 χρόνια. Η εξέγερση του έθνους, η αποτίναξη του τούρκικου ζυγού, μετά από 400 και πλέον χρόνια, περιλαμβάνει κολοσσιαίες στιγμές δόξας, άφατου πόνου, καθώς και ηρωισμού. Ανάμεσα σ' αυτές και η θυσία του Ρουμελιώτη αγωνιστή, Αθανασίου Διάκου καταλαμβάνει την δική της ανεπανάληπτη θέση, στο πάνθεον του παγκόσμιου ηρωισμού. Αυτό που κάνει τον αγωνιστή, από την Αρτοτίνα, να ξεχωρίζει ακόμη περισσότερο, δεν είναι μόνο ο αγώνας και ο μαρτυρικός του θάνατος, αλλά ο μύθος, οι θρύλοι και η ποίηση γύρω από την θρυλούμενη ή μη ταφή του.
Ήρωες όπως ο Διάκος, αν τρομάζουν μια φορά τον κατακτητή και δυνάστη όσο ζουν, πανικοβάλλουν περισσότερο νεκροί, κυρίως όταν το σώμα τους μένει άταφο. Ο μύθος είναι ισχυρότερος από την βεβαιότητα, γιατί προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα και επιχείρημα σ' αυτούς που μένουν πίσω ζωντανοί να συνεχίσουν τον αγώνα.
Ευχαριστώ σε πλάστη μου
δε θα χαθούν σπαρμένα
και δεν θα μείνουν άκαρπα
τα' άχαρα κόκαλα μου.
Ευλόγησε τηνε τη γη
όπου θα μ' αγκαλιάσει
και στοίχειωσε κάθε κλωνί
από τα χώματα μου
και γίνε αδιάβατο βουνό
στο μνήμα του Θανάση.
Με τους λυρικούς αυτούς στοίχους, ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, αναφέρεται με τρόπο τραγικό και μυθικό στην δοξασία που θέλει τον Διάκο να μένει άταφος.
Στις αρχές του 1900 η πατρίδα τίμησε τον Ήρωα στήνοντας μαρμάρινο γλυπτό ανδριάντα, στην ομώνυμη πλατεία στην Λαμία και κεντρικός δρόμος φέρει το όνομα του. Ένα μνημείο του Διάκου στέκι κοντά στην γέφυρα της Αλαμάνας, στο σημείο της τελικής μάχης, ενώ στο σημείο του μαρτυρίου βρίσκεται ο τάφος του, ένα κενοτάφιο να θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό Ήρωα, με την επιτύμβια πλάκα, από τον μεγάλο μας ποιητή Κωστή Παλαμά:
«Και των Ηρώων το καύχημα στη Δόξα του Κυρίου
Θανάση Διάκο σ' έφερε ο Δαρμός του μαρτυρίου.
Κ' ενώ σου σπάραξε κακή φωτιά το τίμιο το σώμα
Τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα.»
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ 1930
Ένα από τα χωριά που διεκδικούν ως τόπο γέννησης του, το χωριό Άνω Μουσονίτσα, μετονομάστηκε στις 15 -12-1958 σε «Αθανάσιος Διάκος» προς τιμή του. Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου, συγκλόνισε και ταυτόχρονα εμψύχωσε και ενίσχυσε τους αγωνιστές.
Η ζωή του και η μαρτυρική του θυσία, ενέπνευσαν τη λαϊκή μούσα.
«Ο θάνατος του Διάκου
Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στην Χαλκομάτα.
Το' να τηράει τη Λιβαδειά και τ' άλλο το Ζητούνι.
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
«Ουδ' ο Καλύβας έρχεται, ουδ' ο Λεβεντογιάννης
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες».
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη,
Ψιλή φωνή ν' εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει
- Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δώστους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις χούφτες
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα
όπου ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια. -
Επήραν τ' αλαφρά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια
Στην Αλαμάναν έφτασαν κι' έπιασαν τα ταμπούρια
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε «παιδιά μη φοβηθήτε»
ανδρείοι ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε!
Εκείνοι εφοβήθηκαν κι' σκόρπησαν στους λόγγους.
Έμειν' ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες,
τρείς ώρες επολέμαγε με δεκαοχτώ χιλιάδες
Σκίστηκε το τουφέκι του κι' εγίνηκε κομμάτια,
Και το σπαθί του έσυρε και στην φωτιά ν' εμπήκε,
έκοψε Τούρκους άπειρους κι' εφτά μπουλουκμασήδες.
Πλην το σπαθί του έσπασε ν' απάν' από τη χούφτα
Κι έπεσ' ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ' εμπρός και δυό χιλιάδες πίσω.
Κι' Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
- Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου την πίστη σου ν' αλλάξης;
Να προσκυνάς εις το τζαμί την εκκλησιά ν' αφήσης;
Κι' εκείνος τ' αποκρίθηκε και με θυμό του λέει:
«Πάτε και σεις και πίστη σας μουρτάτες να χαθήτε
εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θελ' αποθάνω.
Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουστιέδες
Μόνο πεντ' έξ μερών ζωή να μου χαρίστε
Όσο να φτάσ' ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας».
Σαν τ' άκουσε ο Χαλίλμπεης αφρίζει και φωνάζει,
- Χίλια πουγγιά σας δίνω 'γώ κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε τον φοβερό τον κλέφτη,
ότι θα σβήση την Τουρκιά και όλο μας το Δοβλέτι.-
Τον Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βαλαν,
ολόρθο τον εστήσανε, κι' αυτός χαμογελούσε.
Την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
- Σκυλιά κι' αν μ' εσουβλισατε ένας Γραικός εχάθη
ας ειν' καλά ο Οδυσσεύς κι' ο καπετάν Νικήτας,
Αυτοί θα σβήσουν την Τουρκιά κι' όλο σας το Δοβλέτι.