Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Νότης Σφακιανάκης, «Εγώ δεν φεύγω από την Ελλάδα για να κυβερνούν οι απάτριδες»

Συνέντευξη στον Κώστα  Μπουρούση

Συνηθισμένος στις προκλήσεις, στην κριτική, αλλά και στις μομφές που συχνά δέχεται, ο Νότης Σφακιανάκης μιλά με αφορμή την κυκλοφορία του νέου δίσκου του με τίτλο «Δεκαέξι αυτοτελείς ιστορίες» και παραδέχεται πως εκείνο που του έμαθε η ζωή έως τώρα είναι πως ο παιδικός φόβος του απέναντι στον άνθρωπο είναι απολύτως δικαιολογημένος.

Ο Νότης Σφακιανάκης μοιάζει στα μάτια μου με ένα θυμωμένο παιδί. Αυτή είναι τουλάχιστον η σκέψη που κάνω φεύγοντας από το στού­ντιο «Σοφίτα», μετά την περίπου δίωρη συνάντηση μας.
«Όχι έναν, πολλούς θυμούς έχω απέναντι σε πάρα πολλούς ανθρώπους, σ’ αυτούς οι οποίοι δημιούργησαν πρόβλημα στην κοινωνία μου. Είμαι εξοργισμένος. Και δεν τους συγχωρώ», μου έχει τονίσει εμφατικά στη διάρκεια της κουβέντας μας.
Δεν χρειαζόταν, βέβαια, η δική του λεκτική επιβεβαίωση αναφορικά με το αίσθημα θυμού που ώρες-ώρες νομίζεις πως πυροδοτεί τη γλώσσα του σώματός του. Ψυχαναλυτικά θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ο τρόπος που σκέφτεται τα πράγματα και κυρίως ο τρόπος που επιλέγει να τα εκφράζει είναι κληρονομιά από τον παππού του. Αυτός, όπως μου λέει, ήταν ο άνθρωπος που του άσκησε κα­ταλυτική επιρροή:
«Όλοι οι πρόγονοι μου με καθόρισαν. Ιδιαίτερα όμως ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, που δεν ήταν πρόγονος εξ αίματος, αλλά εξ αγχιστείας. Αυτός με μεγάλωσε. Ήταν ένας άνθρωπος μορφωμένος με την κυριολεκτική σημασία της λέξης και άνθρωπος αυστηρών προδιαγραφών με συνέπεια σε αυτά που μεταβίβαζε στο περιβάλλον του. Εκείνος με «έχει σπου­δάσει». Σκέψου ότι εφτά ετών με είχε μάθει να διαβάζω εφημερίδα, όταν τα άλλα παιδιά τότε μάθαιναν την αλφάβητο. Ο άνθρωπος αυτός είχε όμως κι ένα μειονέκτημα: ήταν αθυρόστομος και μπο­ρούσε με ανεξέλεγκτη ορμή να σηκώσει το χέρι του. Είχε αυτό το πολύ σοβαρό μειονέκτημα. Μου έλεγε όμως πράγματα που τα είδα τελικά να συμβαίνουν έπειτα από 25 χρόνια».

Τραγική ειρωνεία: τον ρόλο του ανθρώπου που διαβλέπει προς τα πού οδηγούνται τα πράγματα έχει βρεθεί να παίζει από σκηνής αρκετές φορές και ο ίδιος. Μου αφηγείται, για παράδείγμα, πώς πριν από 15 και πλέον χρόνια προσπαθούσε μέσω της μουσικής και του λόγου του να αφυπνίσει εις μάτην το κοινό του:
«Από το 1996 είχα αντιληφθεί, και το έλεγα, πως οι κρατούντες είχαν σχέδιο να μας οδηγήσουν εδώ που μας οδήγησαν. Το έλεγα ακόμη και στο μικρό­φωνο την ώρα που τραγούδαγα: «Παιδιά, αντισταθείτε γιατί θα σας κάνουν Γερμανούς. Μία-δύο φορές τη βδομάδα θα βγαίνετε και πολύ θα σας πέφτει. Και θα πέφτει και βούρδουλας. Γιατί περί βούρδουλα πρόκει­ται. Να ξυπνάς κάθε πρωί και να μαθαίνεις κάτι καινούριο που σου καταστρέφει επι­πλέον τη ζωή. Πράγματα τα οποία δεν φανταζόσουν άτι θα συμβούν στο παρελθόν. Τίποτα δεδομένο δεν ισχύει πια».
Στον δίσκο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες μου λέει πως θα περιλαμ­βάνονται και τραγούδια κοινωνικού πε­ριεχομένου, αλλά και πως ο κόσμος αυτά τα τραγούδια αποζητά σήμερα με ακόμη περισσότερη ζέση. Ανατρέχει, μάλιστα, σ' εκείνο που ο ίδιος είχε στο μυαλό του για τον εαυτό του, τότε που η καριέρα του τραγουδιστή ήταν για τον Νότη Σφακιανάκη σχέδιο επί χάρτου:
«Όταν ήμουν πιτσιρικάς και έβλεπα σαν όνειρο το να γίνω κάποτε τραγουδιστής -δεν νόμιζα ότι θα γίνω, γιατί εκεί που ζούσα δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις και ήταν μια φαντασίωση, μια ονειρώδη-, αυτό σκεφτόμουν: να μπορώ δηλαδή να είμαι σε ένα στάδιο και να δίνω μια συναυλία με κοινω­νικού περιεχομένου τραγούδια. Αυτό με κεντρίζει περισσότερο απ' όλα».
Εκείνο που αντιλαμβάνομαι από τα λεγόμενα του Νότη Σφακιανάκη είναι πως η έννοια του κοινωνικά δίκαιου παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο και στη στάση του.
«Δεν έχω εμπά­θεια προς κάποια κατεύθυνση. Λέω αυτό που αισθάνομαι και το φιλτράρω μέσα από τον απόλυτο έλεγχο του δικαίου», μου λέει, και συνεχίζει: «Θεωρώ το δίκαιο ως ένα από τα μέγιστα αγαθά του αν­θρώπου. Όταν, λοιπόν, είσαι δίκαιος άνθρωπος, δεν έχεις ιδιοτέλεια. Αν κάνεις λάθος, κάποια στιγμή θα αποδειχτεί. Και πρέπει να το παραδεχτείς. Όταν όμως δεν κάνεις λάθος και όλοι οι άλλοι σε χρεώ­νουν λάθος, τότε τους γαμωσταυρίζεις δημόσια. Εμείς λέμε τα πράγ­ματα με το όνομα τους».
«Όλα καλά», του αντιτείνω, «γιατί βγαίνετε και τα λέτε; Δεν θέλε­τε την ησυχία σας;». Η απάντηση του μου υποδεικνύει πως η ει­λικρίνεια του, η οποία πολλάκις έχει παρεξηγηθεί, αφού βρίσκε­ται στο όριο του πολιτικώς ορθού και του μη ορθού, είναι σύμφυτη της ύπαρξής μας:
«Μια φορά πριν από πολλά χρόνια θυμάμαι που με είχαν βάλει πάλι στο στόχαστρο. Έλεγα τότε στον εαυτό μου «αφού θα μπορούσες να τα 'χες αποφύγει όλα αυτά... Τι μιλάς;». Και την αμέσως επόμενη στιγμή βγήκε ο άλλος ο τύπος από μέσα μου και μου λέει «καλά, δεν ντρέπεσαι, ρε αναίσχυντε;».
Η αλήθεια είναι πως η εποχή μας δίνει πολλές αφορμές σ' αυτόν τον δεύτερο τύπο -που δεν αφήνει τον Νότη Σφακιανάκη να ησυχάσει- να του ψιθυρίζει, ακόμη και να του φωνάζει μες στο αφτί. Γιατί, όμως, επιμένει να ζει στην Ελλάδα; Υποθέτω πως διαθέτει την οικονομική άνεση να φύγει από τη χώρα και ένα και δύο και όσα χρόνια διαρκεί η κρίση και κυρίως όσο οι κρατούντες δεν είναι οι άριστοι, όπως ο ίδιος θα επιθυμούσε. 
«Θα φεύγα­τε από την Ελλάδα;», τον ρωτώ.
«Πώς να εγκαταλείψω την αγάπη μου;», αντιτείνει. «Πού να πάω; Να φύγω από το σπίτι μου; Από το χώμα μου; Γίνεται; Εγώ 17 χρόνων γύρισα από τη Γερμανία, παιδάκι ήμουν, και όταν φτάσαμε με το τρένο στα σύνορα κατέβηκα ασυναίσθητα, έπεσα κάτω και φίλησα το χώμα. Να αφήσω εγώ την πα­τρίδα μου επειδή κυβερνούν απάτριδες; Αντίσταση. Εδώ είμαστε. Ξέρεις, στο σπίτι μου απέξω, 365 μέρες τον χρόνο, είναι αναρτημένη η ελληνική σημαία. Όποιος τη βλέπει αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν ορισμένοι που αυτό το σύμβολο το τιμούν ακόμη όπως πρέπει».
Πίσω από τις λέξεις μπορεί κανείς να αντιληφθεί πως ο δρόμος που έχει επιλέξει να βαδίζει είναι μοναχικός. Όπως και όταν με πικρία μου λέει πως σε τούτη τη χώρα «έχουμε μάθει να απαξιώνουμε το μέγιστο και να αγκα­λιάζουμε το τίποτα». Ο ίδιος νιώθει μόνος; «Μπόλικα», λέει με συγκατάβαση. «Δεν γίνεται να νιώθεις παρέα από τη στιγμή που είσαι μόνος. Πρέπει να είσαι μαλάκας. Εγώ και η μοναξιά είμαστε συνοδοιπόροι. Δεν γίνεται αλλιώς. Η ζωή του καλλιτέχνη ανέκαθεν ήταν μοναχική. Σε όλες τις μορφές τέχνης. Δεν γίνεται να δημιουργείς οτιδή­ποτε -μεγάλο ή μικρό- παρέα με άλλους. Ο καλλιτέχνης είναι μόνος. Έτσι πορεύομαι χρόνια τώρα. Όταν βλέπεις ότι εσύ που πρέπει να αντιδράσεις, να ανησυχήσεις, να βρίσκεσαι σε εγρήγορση, γιατί κάποιος πάει να σε βλάψει, λες «δεν τρέχει τίποτα», εγώ, που αυτό το αισθάνομαι και το βιώνω για χάρη σου, στενοχωριέμαι για εσένα. Έτσι έχει καταλήξει το πράγμα».
Του λέω πως πολλοί διαβάζοντας τα λεγόμενα του θα σκεφτούν ή θα αναρωτηθούν γιατί ως καλλιτέχνης δεν επιλέγει να μιλά μονάχα για τη μουσική και τα τραγούδια του και μπλέκει σε άλλα χωράφια.
«Γιατί δεν θέλω να μιλάω μόνο για τα τραγούδια. Κι εσύ, αν δεν θες, μην το διαβάζεις αυτό που είπα, μην το ακούς. Δεν σ' το επιβάλλω. Εγώ λέω αυτό που εγώ είμαι. Εσύ, εάν νιώθεις διαφορετικά, δικαίωμα σου. Σου απαγορεύω όμως να μου πεις πως επειδή είμαι τραγουδιστής δεν μπορώ να μιλάω».
Κλείνοντας τη συζήτηση, η οποία πέρασε από μπόλικες εξάρσεις του θυμικού, του ζητώ να μου πει τι του έμαθε η ζωή του μέχρι σήμερα. Ποιο είναι το μάθημα που έχει πάρει;
«Η ζωή μου επιβε­βαίωσε ότι ο φόβος που είχα για τον άνθρωπο όταν ήμουν μικρός ήταν δικαιολογημένος και δυστυχώς χειροτερεύει. Όσο μεγαλώνω, γίνομαι πιο μόνος, πιο απαισιόδοξος, πιο επιφυλακτικός, πιο καχύποπτος, πιο εσωστρεφής. Είναι δύσκολο πολύ».
Κι αυτά είναι σίγουρα στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην εικόνα που έχει κάποιος για τον Νότη Σφακιανάκη. Σε μια λάθος, παραποιημένη εικόνα την οποία, όπως ο ίδιος επιμένει να πιστεύει, δημιούργησαν οι άλλοι γι’ αυτόν χωρίς αυτόν.


Πηγή: Εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Η ιδεολογική στράτευση μητροπολιτών στην αριστερά.

Επιχείρηση πολιτικής καθυποτάξεως κι αφελληνισμού της Ορθοδοξίας

Παρακολουθούμε, με ελάχιστη έκπληξη, την καθημερινά εντεινόμενη προσπάθεια των Μητροπολιτών της Ορθόδοξης εκκλησίας, που πολλοί, πλέον, είναι ιδεολογικά στρατευμένοι και πολιτικά ενταγμένοι στην διεθνιστική αριστερά, να μετατρέψουν την Ελλαδική Εκκλησία, σε όχημα κυριαρχικής ιδεολογικής επιβουλής. Η αριστερή διεθνιστική ιδεολογία, η ερωμένη της πλειοψηφίας των Ελλήνων Ορθοδόξων –κι όχι απαραίτητα Χριστιανών- Μητροπολιτών, τα τελευταία χρόνια συντρίφθηκε πολιτικά και απαξιώθηκε ιδεολογικά, κάτω από το βάρος των αμαρτιών που κουβαλούσε στην πλάτη της.  Αυτή την κρίσιμη ώρα, την ώρα που όλα χάνονται για την Αριστερά κι ελπίδα πολιτικής σωτηρίας ή ιδεολογικής ανακάμψεως δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα, οι αριστεροί παπάδες της Ελλαδικής –κι όχι μόνο- Εκκλησίας, σαν προετοιμασμένοι από χρόνια, λες και κάποιο αόρατο χέρι κινούσε τα νήματα της προετοιμασίας τους, έσπευσαν να της (τους) δώσουν «χείρα βοηθείας». 

Έτρεξαν οι Μητροπολίτες της Αριστεράς, με την αμέριστη συμπαράσταση και αγαστή συνεργασία του Ιερώνυμου (Λιάπη), Επισκόπου Αθηνών -και πρώτου μεταξύ ίσων της Ελλαδικής Εκκλησίας- αλλά και πρώην μέλους του Παπανδρεϊκού υπουργικού συμβουλίου, να διοργανώσουν συνέδριο με θέμα «Εκκλησία και Αριστερά». Πρωταγωνιστής στην αριστερή στροφή της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο Σιατίστης Παύλος, πιθανότατα προβαλλόμενος και προαλειφόμενος ως ο διάδοχος του Αθηνών και εκλεκτός του αριστερού συνονθυλεύματος.

Το συνέδριο διοργανώθηκε από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γνωστή για την ιδεολογική καταδυνάστευσή της από την Αριστερά και την πολιτική κηδεμόνευση της από τους Θεολόγους καθηγητές των ομάδων του Σύριζα. Η ευθεία πολιτική θέση του εν λόγω Μητροπολίτη και η υποστήριξη ενός πολιτικού συστήματος που στο παρελθόν αλλά και στις μέρες μας -βλέπε δηλώσεις Κουράκη για την φορολόγηση όσων πολιτών δηλώνουν Ορθόδοξοι  Χριστιανοί-υποστήριζε την αθεΐα αλλά και κατακρεουργούσε τους χριστιανικούς πληθυσμούς όπου επικράτησε, αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση της χριστιανικής ηθικής. Οι πολιτικοί πάτρωνες του Μητροπολίτη Σιατίστης εχθρεύονται με ολοκάθαρο τρόπο την Εκκλησία, τουλάχιστον την Ορθόδοξη Χριστιανική, γιατί σε ότι αφορά τους Μουσουλμάνους και τους πιστούς άλλων δογμάτων, αποδεικνύουν ότι διακατέχονται από ιδιαίτερες ευαισθησίες, στο όνομα τάχα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στην ουσία όμως, υποστηρίζοντας τις διαχρονικά ανθελληνικές και αντεθνικές θέσεις της Αριστεράς. Όπως δήλωσε ο Σιατίστης, «…Η Αριστερά δεν είναι σήμερα το φόβητρο, αν και έχει θέσεις που μας στενοχω­ρούν, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να της χρεώσουμε σήμερα λάθη παλαιών επο­χών…». Εδώ απλώς γελάνε, διότι στον Σιατίστης, κατά τα άλλα ευρυμαθή και περί παντός του επιστητού, φαίνεται να του διαφεύγει η καθημερινή αντεκκλησιαστική θέση και τοποθέτηση της Ελληνικής Αριστεράς.

Είναι ολοφάνερο για κάθε λογικό άνθρωπο και πολίτη αυτής της χώρας ότι «…η Εκκλησία, …{…}… σε μια κρίσιμη ώρα για την πορεία του έθνους, έρχεται να προσφέρει πι­στοποιητικά νομιμοφροσύνης στον χώρο της αριστερής κουλτούρας…{…}… », όπως σωστά επισήμανε ο Αμ­βρόσιος,  Μητροπολίτης Καλαβρύτων & Αιγιαλείας, όσο κι αν ο Σιατίστης επιμένει για το αντίθετο. Γίνεται μάλιστα καταγέλαστος όταν απευθύνεται στους πολίτες που ψηφίζουν αριστερά και του καλεί «…όπως κι εμείς θα πρέπει να το κάνουμε έτσι κι εσείς, ξεπε­ράστε τον φόβο σας για εμάς….»

Τι φόβο άραγε προκαλεί και για ποιο λόγο η Ορθόδοξη Εκκλησία στους Έλληνες αριστερούς πολίτες και ψηφοφόρους; Μήπως εγκλημάτησε σε βάρος τους; Μήπως τους εξανδραπόδισε, όπως έκαναν οι φυσικοί και ιδεολογικοί πρόγονοι των σημερινών αριστερών, στο αντάρτικο; Μήπως τους αποκήρυξε; Μήπως αρνήθηκε να τους εξομολογήσει ή να τους κοινωνήσει; Για ποιο λόγο ακριβώς Μητροπολίτη Σιατίστης φοβούνται οι αγαπημένοι σου ιδεολογικοί σύντροφοι την Ορθοδοξία; Έχεις άραγε την χριστιανική αγάπη και πραότητα να μας ενημερώσεις ώστε να γίνουμε κοινωνοί της γνώσεως που προφανώς μόνος εσύ κατέχεις;

Η εκκλησία καλά θα κάνει να είναι στην πράξη αντίθετη σε κάθε ανθελληνική αντιχριστιανική πράξη, όπως είναι οι ληστείες, οι δολοφονίες, οι βιασμοί, ακόμη και υπερηλίκων Ελληνίδων γυναικών, και οι λεηλασίες που διαπράττονται καθημερινά από τους πάσης φύσεως εισβολείς που εργολαβικά έχει αναλάβει να περιθάλπτει και να σιτίζει, (υπο)κλέπτοντας και σε πολλές περιπτώσεις «υπεξαιρώντας» τα χρήματα των Ελλήνων πολιτών και πιστών της. Όσο για τον Σιατίστης ας μην καταφεύγει στις ύβρεις εναντίον όσων Ελλήνων πολιτών δεν συντάσσονται ή δεν υποτάσσονται στις οδηγίες του για, με κάθε τρόπο και έναντι οποιουδήποτε κόστους, υπερψήφιση της αριστεράς. Η δήθεν επισήμανσή του ότι «….δεν είναι δυνατό να ξεχά­σουμε ότι Γερμανοί νεονα­ζί ξυλοκοπούσαν Έλληνες μετανάστες. Δεν θα γίνουμε σαν κι αυτούς που εγκληματούν στο όνομα της Ελλάδας. Οι μαύροι Έλληνες είναι Έλληνες όσο και οι άλλοι…», που έχει σαν στόχο το Εθνικιστικό κίνημα, είναι στην ουσία επιχείρημα εναντίον του. Η σκέψη του διαστρεβλωμένη από τη διεθνιστική σύφιλη, δεν τον αφήνει να εννοήσει ότι κάθε εθνικιστής αγωνίζεται για την πατρίδα του και ότι καμιά διεθνής δεν μπορεί να του επιβάλει να αποδεχθεί ακόμη και τον ακρωτηριασμό της πατρίδας του, όπως διακήρυξαν και επιδίωξαν οι ιδεολογικοί πολιτικοί του πατέρες.

Να είναι βέβαιος ο Μητροπολίτης Σιατίστης ότι οι Εθνικιστές δεν θα ξεχάσουμε τις ύβρεις προς τους Έλληνες και το μίσος του για κάθε τι Ελληνικό, κι ας μη μας φέρνει στο νου και καθιστά επίκαιρο, το λόγο, «Κοντός Ψαλμός Αλληλούια: Πας Παπάς αισθανόμενος δη είναι Πρώτα Χριστιανός και Δεύτερα Έλλην, ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ»,  [Περικλή Γιαννόπουλου, «Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν»].

Επίσης ως παντογνώστης και έχων άποψη επί παντός του επιστητού, ας μας δείξει κάποιους απ’ όσους εγκληματούν σε βάρος της Ελλάδος. Αν δε γνωρίζει ονόματα ας κοιτάξει γύρω του. Ας τους αναζητήσει στον αριστερό του περίγυρο, ας τρέξει ως το κοντινό χωριό του Βελβενδό Κοζάνης, μήπως προλάβει τον «Τοξοβόλο» της πλατείας Συντάγματος, το ληστή και δολοφόνο της Πάρου, και πιθανόν όχι μόνο, τον εγγονό του Νάσιουτζικ. Επίσης ας επισκεφθεί τις φυλακές όπου θα συναντήσει κάποιους από τους δολοφόνους της «17 Νοέμβρη» και τους ληστές ή οποιοδήποτε άλλο κακοποιό που η ιδεολογική του καταγωγή και προέλευση είναι η δεξαμενή εγκληματιών της αριστεράς. 

Ας θυμάται ο Μητροπολίτης Σιατίστης, ότι τους Έλληνες «μαύρισε» η συμπαιγνία της αγαπημένης του αριστεράς με την «δεξιά» του χρήματος, που η Ορθόδοξη εκκλησία αρνείται ν’ αποκηρύξει. Όσον αφορά τους μαύρους «Έλληνες», μπορεί να τους σιτίσει από την προσωπική του περιουσία του, αν διαθέτει, κι όχι από τον οβολό και το κερί των πιστών, που καθυβρίζει ως «σαπρόφυτα», τα οποία άλλωστε ποτέ δεν ευδοκίμησαν στον εθνικιστικό χώρο. Ας μην κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια ή ας δείξει, έστω, εγκράτεια λόγων. Είναι κι αυτή μια από τις αρετές του χριστιανού, που όμως δεν απαντάτε στους αριστερούς.  

 
ΕπιστροφήTop